Η Καντάδα στα νησιά μας: «Π΄ ανάθεμά σας έμορφες…!» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Η Καντάδα στα νησιά μας: «Π΄ ανάθεμά σας έμορφες…!»

kantades

Στα παλιότερα χρόνια όχι και τόσο μακρινά απ’ τα δικά μας, τότε που οι παρθένες ήτανε αναγκασμένες, κάτω απ’ τις δύσκολες συνθήκες των ηθών και των εθίμων της εποχής τους να κλείνονται, τις πιο πολλές ώρες της μέρας, μέσα στους τέσσερις τοίχους, γεννήθηκε απ’ την υστέρηση του έρωτα και απ’ τον έντονο ρομαντισμό, που ξεχείλιζε στα καλντερίμια, η γεμάτη πάθος και καημό, εφτανησιώτικη καντάδα…

Οι σημερινοί νέοι, με την απόλυτη ελευθερία των δύο φύλων, με τον ρεαλισμό των μοντέρνων καιρών και την συνεχή επαφή, είναι πολύ δύσκολο να μπούνε στο πνεύμα των παιδιών εκείνης της στερημένης εποχής και τι χαρά και αγαλλίαση νιώθανε κατάροντας, στις γεμάτες με όνειρα κι αναστεναγμούς, φεγγαρόλουστες νύχτες! Καθ’ ένας τους είχε ζωγραφίσει μέσα του και από ένα δρομάκι του τόπου του κι όταν χτυπούσανε μεσάνυχτα ξεκρέμαγε την κιθάρα του κι έβγαινε σεργιάνι: «Ξύπνα, ξύπνα, ποθητή μου», άρχιζε «και η νύχτα είναι βαριά!… ».

Βαρύς ήτανε, όμως, τις πιο πολλές φορές και ο ύπνος της «ποθητής». «Στη γειτονιά σου τριγυρνώ και περιμένω να προβάλεις και κάτου απ’ το κλειστό παράθυρό σου καρτερώ!»

Μα εκείνο το ρημάδι δεν εννοούσε να λασκάρει… Το τρομερό κουτσομπολιό -π’ ούλα τ’ άσκιαζε κι ούλα τα ρήμαζε- έβανε φρένο ακόμα και στα πιο εξελιγμένα κορίτσια των νησιών μας: «Σβήσανε τ’ άστρα από καιρό σε λίγο πια γλυκοχαράζει κι εγώ, ο δόλιος, ακόμα καρτερώ και συ κοιμάσαι δε σε νοιάζει!!!»

Κουράγιο που το είχε!…

Καμιά φορά ο τροβαδούρος παρακαλούσε τους ήχους τις κιθάρας του και τις ακτίνες της σελήνης να εισχωρήσουνε στα άδυτα της παρθένου:

«Παίξε πλακιώτικη κιθάρα, απόψε παίξε. Κι εσύ χλωμό φεγγάρι απόψε φέξε κάποιο παράθυρο κλειστό!… »

Ήτανε όμως και φορές -όχι και λίγες- που έσκαγε δειλά – δειλά, ένα αδύναμο φως ανάμεσ’ απ’ τις γρίλιες κι έλουζε ολόκληρη την πλάση! Και τότε το τραγούδι, ενθαρρυμένο δυνάμωνε:

«Μία μόνη ποθώ και λατρεύω που τον κόσμο -ούτε λίγο ούτε πολύ- στολίζει η μορφή της!…». Και η κοπέλα ακουρμαινόντανε, με την ανάσα κομένη, στο παρθενικό της κλινάρι, άσχετο ότι καμιά βολά ετοίμαζε, την ίδια στιγμή ο σκληρός της πατέρας, τον ποτιστή με το κρύο νερό!…

Είχαμε δηλαδή φκιάξει με τη φαντασία μας γίγαντα το θηλυκό και κονταροχτυπιόμαστε ολόκληρες νύχτες με δαύτονε…

Όταν ο ερωτοχτυπημένος τραγουδιστής δεν έπαιρνε κανένα ενθαρρυντικό σημάδι απ’ την καλή του τόριχνε, για παρηγοριά, στη ματαιότητα:

«Η αγάπη μοιάζει με τα παραμύθια που κρατάνε από το βράδυ ως το πρωί… » Κι όταν τον παραγκώνιζε, για τον ένα ή για τον άλλο λόγο το βάσανό του, έλεγε: «Σκληρή καρδιά γιατί να σ’ αγαπήσω!!!… »

Μόλις συνέρχονταν απ’ το τράκο, της τραγουδούσε: «Σε ξέχασα στ’ αλήθεια τώρα δε σ’ αγαπώ!!!…». Όταν πάλι ο διψασμένος νέος σκέφτονταν ότι ένα σωρό ωραία κορίτσια ξάπλωναν στο στρώμα χωρίς παρέα, αγαναχτούσε και ξέσπαγε:

«Παναθεμά σας εύμορφες μοίρα κακιά να δείτε κι όσες κοιμάστε μοναχές -ούτε λίγο ούτε πολύ- να μη ξημερωθείτε!!!».

Βαριά κι ασήκωτη ήταν η κατάρα!

Μα και οι παρθένες, έννοια σου! Φκιάξανε γι’ ανταπόδοση, κάτι μακάβριους στίχους που σε πιάνει ρίγος να τους ακούς:

«Η κιθάρα σου να σπάσει και τα τέλια να κοπούν και τα χέρια που την παίζουν -ούτε λίγο ούτε πολύ- μες τη μαύρη γης να μπουν».

Έρωτας, δηλαδή, εκείνου του καιρού, για ζωή και για θάνατο!

Τώρα οι παλιοί κανταδόροι μοιάζουμε με εκείνα τα παράκαιρα τζιτζίκια του Οχτώβρη που προσπαθούνε μάταια να δώσουνε τη συναυλία τους πάνου στα νοτισμένα απ’ τις φθινοπωριάτικες βροχές κλώνια και που το τραγούδι της χάνεται απ’ τη βουή της μπόρας…

Είναι αλήθεια οτι πάλαιψε σκληρά η καημένη καντάδα με το τούρκικο μπουζούκι, που τα τελευταία χρόνια εισχώρησε και στα νησιά μας, για να επιζήσει. Έδωκε σκληρές μάχες, μα δυστυχώς, σε κάποια στιγμή, υπέκυψε «εις το μοιραίον»!

Ζωή σε λόγου μας! Τρίζουνε τώρα τα κόκκαλα των παλιών τραγουδιστάδων μες το μνήμα. Μα όπως όλ’ αλλάζουνε στο διάβα του χρόνου -κι όχι πάντα προς το καλύτερο- έτσι αλλάξανε, και τα γεμάτα με πάθος και ρομαντισμό, ωραία τραγούδια των νησιών μας…

Η εξέλιξη μοιάζει με τον πελώριο βράχο της βουνοκορφής που αν από κάποια αιτία ξεκόψει και πάρει φόρα για το ρέμα, μήτε μ’ ευχές τον εκρατείς, μήτε με λόγια…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΞΙΝΟΣ – ΠΑΡΟΣ

Πηγή: Εφημερίδα «ΙΘΑΚΟΣ», Φύλλο 103, Μάρτιος 1989

Πηγή: ithacanews.gr



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>