Σαν σήμερα το 1942 πεθαίνει ο ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Μαρ 10th, 2018

Σαν σήμερα το 1942 πεθαίνει ο ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης

1E10.135_Gryparis_1933

Σαν σήμερα το 1942 πεθαίνει ο ποιητής Γιάννης Γρυπάρης. Η ποίησή του εισήγαγε τις απόψεις της σχολής του ρεαλισμού, που τότε κυριαρχούσε στην Ευρώπη. Η πιο γνωστή από τις ποιητικές του συλλογές είναι αυτή που φέρει το τίτλο «Σκαραβαίοι και τερακότες» και εκδόθηκε το 1919. Ο Γρυπάρης ξεχώρισε επίσης για τις μεταφράσεις των αρχαίων κλασικών (Αισχύλου και Σοφοκλή), που εξακολουθούν να θεωρούνται ως τις μέρες μας αξεπέραστες αισθητικά. Ο Γρυπάρης υπήρξε από τους ένθερμους υποστηρικτές της δημοτικής γλώσσας, στην οποία και έγραψε τα σημαντικότερα έργα του.

Ο Γιάννης Γρυπάρης γεννήθηκε στον Αρτεμώνα της Σίφνου, τον Ιούλη του 1870, αφού μόλις πρόλαβε η μητέρα του να γλιτώσει, λίγο πριν, από τη μεγάλη φωτιά της Πόλης όπου κάηκε και το σπίτι τους. Στη συνέχεια, η οικογένειά του θα επιστρέψει ξανά στην Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας του θα αγοράσει το περίφημο βιβλιοπωλείο του Ανδρέα Κορομηλά. Μέσα στο βιβλιοπωλείο ο μικρός Γιάννης βρήκε πλούσιο υλικό για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Από τα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν τα ποιήματα του Τυπάλδου, ο Βηλαράς και ο Σολωμός. Φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή κι εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιητικά δοκίμια. Η παρουσία του στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται με τη συμμετοχή του στην ομάδα των δημοτικιστών, σε μια περίοδο που οι αντιθέσεις για το γλωσσικό ζήτημα ήταν οξείς. Αργότερα, ως δάσκαλος και καθηγητής, θα δεχτεί ατέλειωτες διώξεις για τις απόψεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ριζώσει μόνιμα σ΄ έναν τόπο. Υπήρξε ένας από τους καλύτερους τεχνίτες του σονέτου και σπουδαίος μεταφραστής των Ελλήνων τραγικών.

γυναικα_παραθυρο

Ὁ πραματευτής

Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.

Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση φορεῖ
σὲ δαχτυλίδι-μέση,
καὶ πιὰ ἡ ὡραία χήρα δὲ βαστᾷ:
– «Πραματευτή, πολὺ μ᾿ ἀρέσει
ἡ ζώνη ποὺ φορεῖς κι ὅ,τι νὰ πεῖς
σοῦ τάζω κι ἄλλα τόσα…»
– «Δὲ τὴν πουλῶ μ᾿ οὐδὲ φλουριὰ
μ᾿ οὐδ᾿ ὅσα κι ἄλλα τόσα γρόσα.
Ἔτσι ὡραία, -ὡραία πῶς νὰ σὲ πῶ,
ρόδο ἢ κρίνο;-
ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω…»
– «Σύρε ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιά,
πραματευτὴ μὲ τὰ ὡραῖα μάτια,
καὶ ῾κεῖ σοῦ φέρνω τὴ τιμὴ
καὶ παίρνω τὴ πραμάτεια».

Τραβᾶ ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
καὶ στοῦ μεσημεριοῦ τὴ ντάλα
φτάνει στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
σὲ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ μούλα στὴ ξυνομηλιὰ
ποὺ σκιώνει μπρὸς στὸ σπήλιο,
στὰ μάτια του ποὺ τὸν πλανᾶν
βάζει συχνὰ τὸ χέρι ἀντήλιο
καὶ τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ χωριοῦ,
δὲ φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ μπαίνει μέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιμιέται…

Μέσα στὴ στοιχειωμένη τὴ σπηλιὰ
ποὺ ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ μαρμαροτραχῆλες,
ἀνίσκιωτα κορμιὰ ἀδειανά,
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κομπωτὲς πλεξοῦδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα καὶ πολυτρίχια
κι ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
ῥοδόφυλλα γιὰ νύχια
καὶ χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπῆθρες
-τέτοιες μὲ μέλι σύγκαιρο μεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες.
Καὶ μία, ἡ Ἐξωτέρα, ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπᾷ τὸν νιὸ πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.

Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο:
– «Ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω,
τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ -ὢ ἕνα φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου-
μὲ πλάνεσε μιὰ ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ
καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά μου!»

Ποιήματα του Γιάννη Γρυπάρη (απ΄ όπου και το παραπάνω).

Η φωτογραφία είναι από το Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, ενώ ο πίνακας λεπτομέρεια από έργο του Άβλιχου Γεώργιου με τίτλο «Κοπέλα στο Παράθυρο», 1877



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>