«Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα…»
…
Κι ο καταρράχτης του βουνού, αντί με τ΄ άρματά του,
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
να ΄ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
Τ΄ αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τα ξύλα του κομμένα
πάντα σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκέβρωμα. Ήθελ’ από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι.
Ζυγό και σπάθη από φτελιά, κι ήθελ΄ από αγριλίδα
να ΄ναι χυτές οι ζεύλες του. Μόνο ψωμί του, ελπίδα,
ήτανε το ζευγάρι του. Μόνη κυρά του, αφέντρα,
στα χέρια του η βουκέντρα.
…
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Φωτεινός»