Ο Βροχοποιός ή η επ-ανάσταση του ονείρου (σε σκηνοθεσία Λουκίας Κατωπόδη) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Ιουλ 20th, 2023

Ο Βροχοποιός ή η επ-ανάσταση του ονείρου (σε σκηνοθεσία Λουκίας Κατωπόδη)

ΒΡΟΧΟΠΟΙΟΣ1

Της
Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Kατά σύμπτωση διάβαζα αυτές τις μέρες τον Καταυλισμό του Γιώργου Βέη. Σε ένα από τα ποιήματα αυτής της πρόσφατης ποιητικής του συλλογής, Δεν θα πάω σήμερα, έχει γραίγο, υπάρχει ο στίχος: πώς να γυρίσει πάλι στο ίδιο το όνειρό του… Και στο δοκίμιό του Η ποιητική προοπτική, ο ίδιος γράφει: Οφείλουμε… να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου…

Τα παραπάνω έφεραν αυθόρμητοι συνειρμοί για τον κριτικό σχολιασμό της εξαιρετικής παράστασης που παρακολουθήσαμε στο Κηποθέατρο «Άγγελος Σικελιανός» στη Λευκάδα, τη Δευτέρα, 26 Ιουνίου, από το Θεατρικό Εργαστήρι του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας. Πρόκειται για μια ακόμα εύστοχη επιλογή και αρτιωμένη σκηνοθετική δημιουργία της χαρισματικής σκηνοθέτιδας, υπεύθυνης του Θεατρικού Εργαστηρίου, Λουκίας Κατωπόδη, που χρόνια τώρα μας έχει συστήσει ένα ποικίλο ρεπερτόριο του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού θεάτρου, από τον ρομαντισμό μέχρι τις πιο σύγχρονες θεατρικές πραγματώσεις τού παρατεταμένου ως τις μέρες μας και αναπροσαρμοζόμενου μοντερνισμού.

Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα και δραματουργού Nathan Richard Nasbaum ή επί το συντομότερον N. Richard Nash (1913-2000), Ο Βροχοποιός (Τhe Rainmaker), έχει γίνει, από το 1954 που γράφηκε, με ενθουσιασμό δεκτό τόσο στις διάφορες αμερικανικές θεατρικές σκηνές όσο και στις ευρωπαϊκές, αλλά και στην κινηματογραφική του εκδοχή. Κι αυτό, γιατί εκπροσωπεί το κλασικό αμερικανικό θέατρο στις καλές του στιγμές, ενώ οι παραστάσεις του αναβιώνουν τη χρυσή εποχή του Μπροντγουέι. Θα μπορούσε βέβαια, ένα έργο γραμμένο εβδομήντα χρόνια πριν, που αποτυπώνει ήθη, χαρακτήρες και εικόνες μιας μακρινής και αλλότριας αγροτικής κουλτούρας, να προκαλεί πλήξη και δυσανεξία σε ένα σύγχρονο, εξαστισμένο θεατρικό κοινό. Το θέμα, οι διάλογοι, η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ιδέες, τα ήθη, η ποιότητα των συγκρούσεων είναι έξω από τον παλμό του σύγχρονου θεάτρου. Επειδή ωστόσο εικονίζει ανακυκλούμενες καταστάσεις και διαθέσεις της ανθρώπινης ψυχής, γίνεται ενθουσιωδώς αποδεκτό, με την κατάλληλη σκηνοθετική προσαρμογή, από κάθε ακροατήριο.

Η «ανάγνωση» και η σκηνοθετική πρόταση της Λουκίας Κατωπόδη, κατόρθωσε πράγματι να σμικρύνει τις αποστάσεις τόπου και χρόνου, και να μεταγγίσει συνειρμικά στον θεατή τις μνήμες της ελληνικής ηθογραφίας, όπως την έζησε η ελληνική ύπαιθρος και όπως η ηθογραφική λογοτεχνία την αναπαρέστησε. Κι ενώ το έργο χαρακτηρίζεται ως κωμωδία -στην πραγματικότητα πρόκειται για ρομαντική κομεντί- η Λουκία «έπαιξε» σε ισόποσες δόσεις εναλλακτικά, ανάμεσα στο κωμικό στοιχείο, που ευρηματικά το τόνιζε με στρατηγήματα γέλιου που έβγαζαν οι ταλαντούχοι ηθοποιοί επί σκηνής – και στο δραματικό στοιχείο που τελικά διαπερνά υποδόρια όλο το έργο: για να καταλήξει -όπως ο συγγραφέας υπαγορεύει- σε μια αποκαθαρμένη επιστροφή στην προσ-γειωμένη πραγματικότητα, εγκαταλείποντας, λυτρωμένος όμως από τον εαυτό του, την ποίηση του ονείρου…

Aλλά, -και πριν περάσουμε στις ποιότητες του έργου και της παράστασης- τι είναι ο Βροχοποιός; Ένας άνθρωπος που φέρνει τη βροχή. Και ποιος μπορεί να φέρει τη βροχή; Ένας θεός ίσως, ένας γιατρός, ένας μάγος, ένας σαμάνος, ένας δαίμων, μια ευφυής σύμπτωση, μια τεχνική; Ή μήπως ένας …απατεώνας. Όλα αυτά μαζί ίσως, συνυφασμένα με την αρχέγονη αγωνία των ανθρώπων να εξασφαλίσουν την τροφή τους παρεμβαίνοντας στις ενάντιες φυσικές συνθήκες και στα αντίξοα καιρικά φαινόμενα.

Οι τελετές της βροχής, πολιτιστική παράδοση στους αυτόχθονες πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, από τα φαράγγια της Αμερικής και τα τελετουργικά των Ινδιάνων, μέχρι τις ερήμους της Αφρικής και τις πεδινές εκτάσεις της Αυστραλίας των Αβορίγινων. Η πίστη στους βροχοποιούς αντανακλούσε τους φόβους και τις ανασφάλειες γεωργικών κοινωνιών, που έχοντας διαμορφώσει μια αρχέγονη ανιμιστική σχέση με τον εμπράγματο κόσμο, προσφεύγουν στις μυστικιστικές δυνάμεις της φύσης μέσω των βροχοποιών ώστε να μεταμορφώσουν την κακοδαιμονία σε ευλογημένη για τη ζωή τους συνθήκη. Είναι τόσο ισχυρές οι παραδόσεις των λαών για την έντονη ψυχολογική εμπειρία και τις τεχνικές έκστασης των βροχοποιών, ώστε και σήμερα, σε μια εντελώς απομυθοποιημένη, εξαιτίας της επιστημονικής σκέψης και της τεχνολογίας, εξωτερική πραγματικότητα, η έννοια του βροχοποιού έχει περάσει στα πιο ρεαλιστικά πεδία κοινωνικής δραστηριότητας, όπως είναι το εμπόριο, η διαφήμιση, η οικονομία, για να δηλώσει το πρότυπο του πωλητή που μπορεί να πετύχει το θαύμα: να εξασφαλίσει στην επιχείρηση τα μεγαλύτερα κέρδη και την αξιοπιστία των προϊόντων της στους πελάτες ώστε να αυξάνει συνεχώς τον αριθμό τους. Ο βροχοποιός της επιχείρησης ή της εταιρείας είναι εκείνος που έχει τις μεγαλύτερες απολαβές αλλά χαίρει και ιδιαίτερου σεβασμού στο επαγγελματικό του περιβάλλον.

Tο έργο του Richard Nash, Ο Βροχοποιός, διαδραματίζεται σε μια πληττόμενη από την ξηρασία αγροτική περιοχή της Μεσοδυτικής Αμερικής, στο λιβάδι Dustbowl του Τέξας, κατά τη διάρκεια μιας καταστροφικής ξηρασίας, το 1928, λίγο πριν τη Μεγάλη Ύφεση που προκάλεσε το επώδυνο χρηματιστηριακό κραχ του 1929-1930. Ο συγγραφέας αφηγείται μια μέρα από τη ζωή της οικογένειας Κάρρυ, στο ράντσο βοοειδών που διαθέτουν τα μέλη της, τρεις άντρες και μια γυναίκα: Ο πατέρας, που έχει χάσει τη γυναίκα του, οι δυο γιοι του και η κόρη του, η Μόλλυ Κάρρυ, γύρω από την οποία πλέκεται η υπόθεση του έργου. Η Μόλλυ μέσα στην πατριαρχικά δομημένη οικογένεια, συντηρεί το σπίτι, φροντίζει τους άντρες –τον πατέρα της Χάρρυ Κάρρυ και τους δύο αδελφούς της, τον συγκρουσιακό αλλά ισχυρό άνδρα του οίκου, τον Γκας, και τον Jim, αφελή και αδέξιο-, έχοντας αναλάβει όλους τους παραδοσιακούς ρόλους ενός συντηρητικού, ανδροκρατούμενου νοικοκυριού. Από την πλευρά τους οι άντρες -διαφορετικά ανθρώπινα πορτρέτα μεταξύ τους, γι’αυτό και με πολλές συγκρούσεις- εκφράζουν την αγωνία τους για το μέλλον της κόρης, καθώς η εμφάνιση και η συμπεριφορά της δεν εκπέμπουν καμία γυναικεία γοητεία. Το ζήτημα αποκατάστασης της ανύπαντρης κοπέλας ήταν ευαίσθητο στην αγροτική κοινωνία της Αμερικής κατά τη δεκαετία του 1920-1930, όπως και στις μεσογειακές αγροτικές κοινότητες μέχρι και τη δεκαετία του 1950 και στην ύπαιθρο μέχρι το τέλος περίπου του εικοστού αιώνα. Γι’αυτό οι αρσενικοί της οικογένειας προσπαθούν να φέρουν κοντά της τον Φάιλ, συνεργάτη του τοπικού σερίφη, που αν και δείχνει μάλλον κάποιο ενδιαφέρον για την κοπέλα, εντούτοις έχει να παλέψει με τα δικά του τραυματικά συμπλέγματα – σκοτεινά δαιμόνια, που τον αιχμαλωτίζουν στη μόνωση και στους φόβους της ψυχής του.

Τα πράγματα αναστατώνει και ανατρέπει άρδην η αιφνίδια και καταιγιστική εμφάνιση του Αστρολέοντα, «κομήτη» Βροχοποιού, που φτάνει από το πουθενά, εισβάλλει στο σπίτι της οικογένειας Κάρρυ και ενώ είναι καταζητούμενος από τον σερίφη ως απατεώνας, άνετος και ωραίος αυτός, όπως οι παροιμιώδεις story tellers των παραδοσιακών κοινωνιών, αρχίζει να ξετυλίγει το πιο ευφορικό παραμύθι μπροστά στα μέλη της οικογένειας Κάρρυ: ότι μπορεί με τα αποτελεσματικά μαγικά του και με 100 μόνο δολάρια να φέρει βροχή και να αναστήσει την καμένη από την ξηρασία γη. Τότε αναδεικνύεται η διαφορετικότητα και οι συγκρουσιακές καταστάσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, ενώ υπερτερεί του πατέρα η απόφαση να ρισκάρει τα 100 δολάρια προσφέροντάς τα στον γοητευτικό αυτόν απατεώνα, που πουλάει και αγοράζει …Τι;

Τα γεγονότα εκτυλίσσονται καταιγιστικά, ο Βροχοποιός αποκαλύπτει την ομορφιά, τη μαγεία του ονείρου, εγχέει στην ψυχή της Μόλλυ τον έρωτα και τη μεθάει ερωτικά ώστε να δει τον εαυτό της με άλλα μάτια -ξυπνάει μέσα της τη γυναίκα, το εσώτερο φως που εκπέμπεται και ως εξωτερική λάμψη και ακτινοβολία. Εδώ αρχίζει να μορφοποιείται η ζωτική βιοθεωρησιακή επιλογή ανάμεσα στον πραγματισμό- το σφιχταγκάλιασμα με τον αφτιασίδωτο, απογυμνωμένο από κάθε όνειρο, ρεαλισμό, και την εκτροπή προς το όνειρο, που δεν είναι παρά η πραϋμένη ταύτιση με τον εαυτό και τις στιγμές της έλλαμψης, που κατασκευάζουν τη φύση της πνευματικής ουσίας πέρα από το υλικό «ντύμα» του ανθρώπου. Είναι αυτό ένα στοιχείο -το συναρπαστικότερο ίσως- της ανθρώπινης αλήθειας.

Αλλά οι ήρωες, αφού θα έχει περάσει η ρομαντική φάση της παθιασμένης εκφραστικότητας και η λύτρωση από τα φαντάσματα του εαυτού τους, θα ακολουθήσουν ως τελική επιλογή, αποκαθαρμένοι πια, τους δρόμους μιας συνειδητής, ορθολογικής αυτεπίγνωσης. Έτσι, περνάμε σε μια σύνθεση ακραίων αντιθέσεων, της ξηρασίας της γης και της ευλογίας της βροχής, όπου η ίδια η βαθύτερη οδηγητική κατεύθυνση του έργου μεταποιεί τις πραγματικότητες αυτές από φυσικές – κλιματικές συνθήκες σε ψυχικές και συναισθηματικές: η ξηρασία της γης εννοείται ως ξηρασία της ψυχής και η βροχή ως εκτροπή στο όνειρο, που λιπαίνει και καρποφορεί την ίδια τη ζωή.

Η Λουκία Κατωπόδη, με την αναγνωρισμένη, σε κάθε της θεατρική επιλογή και διδασκαλία, σκηνοθετική εμπειρία, θα πετύχει την εκφραστική απόδοση του έργου στο maximum των δυνατοτήτων του, σε ένα σύγχρονο αστικοποιημένο κοινό και θα αποσπάσει από την κυτταρική ουσία του θεατρικού κειμένου τα καθολικά, πανανθρώπινα στοιχεία του. Με ισόποσες δόσεις ήσυχης ή εκρηκτικής δραματικότητας και ανάλαφρου, ανατρεπτικού χιούμορ, θα αποφύγει τη μελοδραματικότητα διατηρώντας το μεταξύ των καταστάσεων ισοζύγιο: που το πετυχαίνει προσφέροντας πειστική φωνή στο θεατρικό κείμενο και σκηνική υπόσταση.

Επιλεγμένο το καστ των ηθοποιών στον κάθε ρόλο, πετυχαίνουν να καταστούν «μάχιμοι» μορφοποιώντας το ήθος των κειμενικών ηρώων: σε βαθμό που ο κάθε ρόλος αναδεικνύεται σημαίνων και πειστικός στις συναισθηματικές εναλλαγές και στο γενικότερο κλίμα που μέσα του λειτουργεί και ο ίδιος ο θεατής:

Η οικογένεια Κάρρυ: ο πατέρας Χάρρυ (Σπύρος Τυπάλδος), ο αψύς γιος του, ο Γκας (Μάρκος Σφέτσας), ο αγαθός γιος του, ο Τζιμ, η μοναδική του κόρη, η Μόλλυ (Νίκη Φωτεινού), ο Αστρολέων ο Βροχοποιός (Γιάννης Κανδηλιώτης), ο ανασφαλής Φάιλ (Γιάννης Κατωπόδης), που τελικά κερδίζει στο παιχνίδι του έρωτα . και ο διακριτικός σερίφης (Χρήστος Τσίπουρας)-όλοι τους πειστικά επαρκείς επί σκηνής, κατορθώνουν να πραγματώσουν, από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, αυτή την αμφίδρομη διασύνδεση πομπού-μηνύματος-δέκτη, ουσιαστική στη σύγχρονη θεωρία της επικοινωνίας, που ερμηνεύει και τη σχέση του έργου τέχνης με τη συνείδηση του θεατή. Η αμοιβαιότητα αυτή υπήρξε εμφανής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης από τη δυναμική της ανταπόκρισης των θεατών και την επενέργεια της θεατρικής σύμβασης σε ένα δικό τους πια, βιωμένο ανθρώπινο γεγονός.

«Όταν γράφετε για το θέατρο ή τον κινηματογράφο», είχε πει ο Nash -ο οποίος σημειωτέον έχει γράψει και δύο φιλοσοφικά έργα για τους αρχαίους ελληνικούς πολιτισμούς, Αθήνας και Σπάρτης: The Athenian Spirit και The Wounds of Sparta-. είπε σε συνέντευξή του σε αμερικανικό περιοδικό: «Επιτελείτε μια συλλογική προσπάθεια. Πρώτα, έχετε τον σκηνοθέτη σας. Μετά τον ηθοποιό. Στη συνέχεια, οι δοκιμές εκτός πόλης, με το κοινό να αποφασίζει σε ποια από τις προτάσεις σας θα παραμείνει». Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στη Λευκάδα, η προικισμένη ενορχήστρωση όλων των παραπάνω από την καθιερωμένη -και στη συνείδησή μας- σκηνοθέτιδα Λουκία Κατωπόδη, πρόσφερε μια ακόμα εμπνευσμένη πρόταση υλοποίησης του δραματικού λόγου του συγγραφέα σε εναρμονισμένα αισθητικά και καλλιτεχνικά σύνολα φαντασιακών -συμβολικών και πραγματικών- αντικειμενικών συνθηκών, έχοντας παραγάγει ένα ακόμα άξιο για τη μικρή μας πόλη θεατρικό γεγονός. Σας ευχαριστούμε όλους. Και ας είναι αυτές οι λέξεις μια ανατροφοδοτική αντ-απόκριση και οφειλόμενη ενθάρρυνση για την προσδοκώμενη από όλους μας συνέχεια!



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>