Πρόγραμμα Δημοτικού Κινηματογράφου «ΑΠΟΛΛΩΝ» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Φεβ 11th, 2011

Πρόγραμμα Δημοτικού Κινηματογράφου «ΑΠΟΛΛΩΝ»

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ «ΑΠΟΛΛΩΝ»

ΕΙΜΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ
IO SONO L” AMORE

Προβολές:

Παρασκευή 11 έως Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Ώρες Προβολών: 7.00 μ.μ. και 9.30 μ.μ.

Σάββατο και Κυριακή μόνο μία προβολή στις 9.30 μ.μ.

Επίσημο website της ταινίας

Πρωταγωνιστές: Tilda Swinton, Flavio Parenti, Edoardo Gabbriellini, Alba Rohrwacher, Pippo Delbono – Σκηνοθέτης: Luca Guadagnino – Διάρκεια: 120′ – Πρεμιέρα: 30.09.2010

Κριτική

Ταινία χωρίς αιδώ ως προς το μελοδραματικό της στοιχείο, αξιοθαύμαστα φιλόδοξη, τολμηρή με υψηλούς στόχους που μορφοποιείται μέσα από την ξεκάθαρη αισθητική της δύναμη. Ένα σύμπλεγμα επιφανειών, αντικειμένων, ανθρώπινων σωμάτων, αρχιτεκτονικών λεπτομερειών και τελετουργικών λειτουργιών στιλιζαρισμένο και μαγνητικό, που αφηγείται το απόσταγμα της ουσίας ενός ολόκληρου κόσμου με συμπεριφορές που φέρουν τη μυρωδιά πολύτιμων, οπτικών, αρωμάτων.

Η εν λόγω ύλη επικαλύπτει με επιτηδειότητα τις εκροές της ηθικής –πρωτίστως όμως- της ιστορικής αποσύνθεσης της οικογένειας Ρέκι, της υψηλής μιλανέζικης μπουρζουαζίας, της βιομηχανικής αριστοκρατίας. Οι Ρέκι εμφανίστηκαν στο προσκήνιο στις αρχές του 1900 και -όπως οι απανταχού Ρέκι- συνεργάστηκαν με το φασιστικό καθεστώς, κατέδωσαν Εβραίους και αντιφρονούντες, στήριξαν και στηρίχθηκαν από αμείλικτες κυβερνήσεις και ποικίλα κέντρα εξουσίας που φροντίζουν -με το αζημίωτο βέβαια- για τα συμφέροντα των κάθε Ρέκι. Γι” αυτό και οι Ρέκι επιβίωσαν της δυναμικής της οικονομίας χωρίς ουσιαστικά τραύματα. Με βάση τα παραπάνω, ο μύθος της ταινίας εστιάζει στην προσωπική ιστορία του κεντρικού ρόλου της οριακής Έμα και αφηγείται την αργή, αλλά αποφασιστική μετατόπισή της προς την ελευθερία.

Ο Τανκρέντι και η Έμα Ρέκι είναι παντρεμένοι πριν δεκαετίες κι έχουν τρία ενήλικα παιδιά. Ζουν χωρίς έρωτα μέσα σε μια μονότονη καθημερινότητα την οποία φροντίζει και επιμελείται το πολυπληθές υπηρετικό προσωπικό της μεγαλοπρεπούς τους βίλας -τυπικό αρχιτεκτόνημα της φασιστικής περιόδου- στην καρδιά ενός Μιλάνου που θυμίζει άλλες εποχές κι όχι το σημερινό, το αμαυρωμένο από ολοκληρωτική παρακμή. Ο πρωτότοκος γιος, ο ιδεαλιστής Έντο είναι ο αγαπημένος της μητέρας του, ενώ ο Τανκρέντι ονειρεύεται διάδοχό του στην επιχείρηση τον Τζιανλούκα. Η -μυστικά ομοφυλόφιλη- κόρη της οικογένειας, η Μπέτα, σπουδάζει ζωγραφική. Την εικόνα συμπληρώνει ο πατριάρχης πατέρας του Τανκρέντι, ιδρυτής της δυναστείας των Ρέκι και η αριστοκρατική σύζυγός του. Στη βίλα συχνάζουν και δυο άτομα κατώτερης κοινωνικής τάξης, η Εύα, μέλλουσα σύζυγος του Έντο και ο φίλος του Αντόνιο, ο μάγειρας που φτιάχνει πιάτα σωστά έργα τέχνης, η μοναδική ζωντανή, καταλυτική τελικά παρουσία.

Στο πεδίο του μύθου, ό,τι αντιπροσωπεύει τη «ζωή» -ό,τι δε συμφωνεί με τα καθιερωμένα πρότυπα της τάξης που ανήκει η οικογένεια, όποια ατέλεια και όποια αντισυμβατικότητα- υποβιβάζεται για να μη διαταράξει την απάθεια, την επίδειξη της πολυτέλειας που βρίσκεται εκτεθειμένη στη βιτρίνα των τρόπαιων του πλούτου της όπου περιλαμβάνονται εκτός από βαριά ασημικά και πολύτιμα κοσμήματα «Damiani», εκλεκτά αντικείμενα τέχνης και ανθρώπινες υπάρξεις και συμπεριφορές. Στον κόσμο της οικογένειας, που διέπεται από ύψιστης ακρίβειας τελετουργικά αυτοσυντήρησης, οι διάλογοι θεατρικοποιούνται και ταυτόχρονα οι χαρακτήρες ισχναίνουν. Τυπικό το πρώτο εικοσάλεπτο του φιλμ, που αναλώνεται στις προετοιμασίες του παραδοσιακού γεύματος γενεθλίων του πατριάρχη και ιδρυτή της οικογενειακής αυτοκρατορίας. Εκφωνώντας το αναμενόμενο λογύδριο κάπου μεταξύ επιδόρπιου και παμπάλαιου κρασιού, ο πατριάρχης αναγγέλλει στην οικογένεια τους διαδόχους του στη διεύθυνση της επιχείρησης.

Μνημειώδες μαυσωλείο, ο πατριάρχης βαλσαμώνει τα παιδιά του, η παλαιά γενιά κρατά ομήρους τις επόμενες. Θυσιάζει μάλιστα τους πιο αδύνατους, επαναδιατυπώνοντας την ιερότητα της παράδοσης που χαρίζει αφειδώς προνόμια στη φόρμα και όχι στην ουσία, στην κομψότητα -μέσω της οποίας επιβάλλεται ο σεβασμός- σε αντιδιαστολή με την απρέπεια της ευτυχίας.

Στο «Είμαι ο έρωτας», ταινία με απόλυτη απεικονιστική επιτήδευση, η όμορφη όσο ποτέ Τίλντα Σουίντον, η Έμα του φιλμ, «ασχημαίνει» μετά την τραγωδία του γιου της. Εγκαταλείπει βίαια το πορτρέτο της τέλειας, εξωτικής κυρίας με την απαστράπτουσα σιλουέτα της τέλειας κούκλας βιτρίνας καταστήματος που άλλοι ντύνουν κι άλλοι γδύνουν. Έχει κόψει τα μακριά της μαλλιά. Ιδρώνει, γυμνώνεται και φοράει μια κοινή φόρμα γυμναστικής, μεταμορφώνεται σε μια ύπαρξη με χαρακτηριστικά ανδρογύνου, έξω από κάθε νόρμα. Έτσι, απογυμνωμένη από το θεσμικό καθωσπρεπισμό και το μουσειακό αλάνθαστο της τάξης της, μεταμορφώνεται σε μια φιγούρα σπαραχτικά αληθινή. Κι όλα άρχισαν από την ατροφική στην αρχή αίσθηση της γεύσης, από το ξύπνημα μέσα από το πολύχρωμο πιάτο με τις γαρίδες του Αντόνιο, του μάγειρα φίλου του Έντο, του ξένου σώματος στο σοφιστικέ περιβάλλον των Ρέκι που οδηγεί την Εμα -σαν δύναμη θεϊκή σε αποκάλυψη μπροστά της- σε άτακτο εκτροχιασμό. Την σπρώχνει στην ανάγκη επανάκτησης του αυθεντικού της εαυτού, στο να ξαναθυμηθεί τ” όνομά της που πια έχει ξεχάσει κι εκείνη αντιστέκεται και αντλεί δύναμη από τον έρωτά της. Ο κυνικός σύζυγος Τανκρέντι, στο κοιμητήριο του Μιλάνου, μπροστά από τον τάφο του Τουράτι τραβά το σακάκι, που πριν λίγο με μια θεατρική χειρονομία γαλαντόμου είχε ρίξει στη βρεγμένη πλάτη της Έμας. «Δεν υπάρχεις» της λέει υποτιμητικά, με το που εκείνη του αποκαλύπτει τον έρωτά της για τον Αντόνιο κι εκείνος τρομαγμένος από τη δύναμή της προσπαθεί να την επαναφέρει στην κατάσταση του άψυχου αντικείμενου, του αδρανούς τρόπαιου.

Ποια είναι η Έμα Ρέκι;

Καμιά επιλογή δεν είναι τυχαία. Ιδιαίτερα ότι η Έμα έρχεται από τη Ρωσία. Για ποιο λόγο η Βρετανή Τίλντα Σουίντον, που υποδύεται την Έμα, δεν παραμένει και στην ταινία Αγγλίδα ή έστω Γαλλίδα ή ίσως Σκανδιναβή ή και Πολωνή; Η Έμα είναι Ρωσίδα διότι στοιχεία υποδήλωσης και συνδήλωσης της έννοιας καθιστούν δυνατή την οικοδόμηση και υποστήριξη της σχέσης εξουσιαστή/εξουσιαζόμενου, που είναι και βασικός άξονας του μύθου. Λογικά αναμενόμενο θα ήταν ο αριστοκράτης βιομήχανος Τανκρέντι να συζευχθεί με γυναίκα του κύκλου και της τάξης του, κατά την πρακτική των προγόνων του. Γυναίκα με δικά της λεφτά, άρα και δικά της κοσμήματα που ο Τανκρέντι δε θα τολμούσε καν να διανοηθεί να κρατά κλειδαμπαρωμένα σε δικό του σκρίνιο, όπως κάνει τώρα. Η Έμα είναι Ρωσίδα, είναι κόρη συντηρητή έργων τέχνης που ο Τανκρέντι -ως συλλέκτης έργων τέχνης- γνώρισε στη Σοβιετική Ενωση μέσω του πατέρα της. Εντυπωσιασμένος από την εκθαμβωτικά αριστοκρατική φυσιογνωμία της, την εξαγοράζει ως ζωντανό έργο τέχνης και την τοποθετεί στη βιτρίνα των τροπαίων στη βίλα του Μιλάνου. Της «εξευγενίζει» μάλιστα το (μάλλον χαρακτηριστικά ρώσικο;) όνομά της με το πασπαρτού Έμα. Τα πανάκριβα ρούχα και κοσμήματά της, που πληρώνονται με χρήματά του, είναι δική του ιδιοκτησία. Σ” εκείνη επιτρέπει απλά τη χρήση σε κοινωνικές εμφανίσεις, επισφράγισμα του κοινωνικού στάτους. Της περνά μάλιστα ο ίδιος στο δάκτυλο το πολύτιμο δακτυλίδι, μετά κλειδώνει το ντουλάπι απ” όπου το έβγαλε και κρύβει το κλειδί. Για τον Τανκρέντι η ατομική του ιδιοκτησία, τα λεφτά του, είναι κάτι ιερό. Απόδειξη: Συζητά με την Έμα λογαριασμούς και έξοδα. Της κάνει σαφές ότι τα έξοδα είναι υπερβολικά και πρέπει να φροντίσει για το σαφή μετριασμό τους. Αναφέρονται και στο μεγάλο γιο, τον Έντο και τα σχέδιά του για χρηματοδότηση συνεταιρικής -με το φίλο του μάγειρα- επιχείρησης. Ο Τανκρέντι δηλώνει ξεκάθαρα: «Ας κάνει ό,τι θέλει, αυτά είναι δικά του λεφτά…». Η Έμα αποκλειστικά στον Έντο, τον ευαίσθητο λατρευτό της πρωτότοκο, δίδαξε τη μητρική της γλώσσα, οι δυο τους μιλάνε στα ρώσικα κι έχουν ουσιαστική, βαθιά σχέση και δικούς τους κώδικες επικοινωνίας.

Οι μοντερνιστικοί χώροι της βίλας έχουν αφηγηματική χρήση και μαζί με τα αντικείμενα συνθέτουν μια συμφωνία. Είναι χώροι μεταφυσικοί μέσα στους οποίους τα ανθρώπινα, τα έμψυχα όντα έχουν την ίδια αξία και την ίδια μεταχείριση με τα άψυχα αντικείμενα, σε αντιδιαστολή με τις σκηνές εκτός βίλας. Ο οπτικός μηχανισμός που ο Γκουαντανίνο συνθέτει, ράβοντας τις στιλιστικές του επιλογές με το νήμα των πομπωδών ορχηστρικών κομματιών είναι γοητευτικός, γιατί δεν καταδεικνύει, αλλά αποκαλύπτει… Μοντάζ κομματιαστό και μουσικό, λεπτομέρειες της πόλης ιδωμένες με εγκάρσια οπτική, ρευστές και αμείλικτες οι κινήσεις της κάμερας, όπως εκείνη που απότομα αποφασίζει να ακολουθήσει την Έμα, που από τον πάνω όροφο της βίλας κατεβαίνει ξέφρενα τις σκάλες και φθάνει στους χώρους της κουζίνας μόνο και μόνο για να πάρει ένα φιλί από τον αγαπημένο της. Ο φωτισμός (στο ρεστοράν του Αντόνιο), αντινατουραλιστικός, τυλίγει τη δράση σε ένα ονειρικό στεφάνι. Οι τίτλοι της αρχής σε στιλ ρετρό υπόκεινται και αυτοί σε χρήση σκηνογραφική. Το χιονισμένο Μιλάνο μεταμορφώνεται σε τόπο χιμαιρικό, μέσα από τη στομφώδη, αλλά αυστηρή περιπλάνηση της κάμερας.

«Ο καπιταλισμός είναι δημοκρατία», λέει αποφθεγματικά ο Ινδο-αμερικάνος με το σαρίκι, που διαπραγματεύεται την αγορά τόσο της επιχείρησης, όσο και της φίρμας Ρέκι. Η οικογένεια των παλιών ιδιοκτητών γνωρίζει ότι ο κόσμος αλλάζει, βλέπει ότι τη θέση του βιομηχανικού καταλαμβάνει τώρα το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Το μόνο που τους απασχολεί είναι πώς θα γίνουν πλουσιότεροι. Μόνο ο γιος, ο Έντο, γαλουχημένος με τις αξίες και το φαγητό της μητέρας του, αντιτίθεται στην πώληση και κάνει λόγο για απολύσεις εργαζομένων. Ανταπόκριση όμως και στήριξη δε συναντά στο στενό του περίγυρο. Ούτε από την, καλλιτεχνικών ευαισθησιών, αδελφή του Μπέτα, που επαναστάτησε -στην εμφάνιση μόνο- ώστε να καταδηλώνονται ευκρινώς οι ομοφυλοφιλικές της προτιμήσεις, κάτι που όμως δεν τολμά να δημοσιοποιήσει ευθαρσώς στην οικογένεια – η Μπέτα χαίρεται ιδιαίτερα που με την πώληση θα γίνουν ακόμη πλουσιότεροι. Ούτε όμως από την μέλλουσα σύζυγό του, την καιροσκόπο μικροαστή Εύα, που ξύνοντας την επιφάνεια της συμπεριφοράς, περιβολής και τρόπου ύπαρξής της, ανακαλύπτεις μια λανθάνουσα νεόπλουτη που διείσδυσε στην οικογένεια με την αλάνθαστη μέθοδο της εγκυμοσύνης και δε σκοτίζεται για -τεχνικές λεπτομέρειες ηθικής τάξης- όταν πρόκειται για το οικονομικό της συμφέρον. Ο Γκουαντανίνο ισορροπεί με τόλμη και θράσος, στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ τριών αφηγηματικών γραμμών, κάνει ανατομία στο ζωντανό, φλογερό σώμα του μελοδράματος με την αιχμηρή και παγερή λάμα της αισθητικής, πείθοντας τους πάντες ότι έχει αφομοιώσει δημιουργικά την ουσία ολόκληρου του παρελθόντος ιταλικού -κι όχι μόνο- κινηματογράφου. Παρά τα επιμέρους ίχνη από την πρώιμη μυθιστοριογραφία του Μοράβια και του Παβέζε, εικόνες που παραπέμπουν στη θεματική του Αντονιόνι και του Παζολίνι και βλέμμα με αισθητικές επιρροές από τον Βισκόντι, ο κινηματογράφος του Γκουντανίνο είναι κινηματογράφος καταδικός του… (Πηγή: Ριζοσπάστης)

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ «ΑΠΟΛΛΩΝ»

Παιδική ταινία

(Γ) ΛΥΚΑΚΙΑ

Προβολές:

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου στις 6.00 μ.μ.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου στις 12.00 το μεσημέρι και στις 6.00 το απόγευμα



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>