Εκατό χρόνια από την γέννηση του Φώτη Αγγουλέ (1911-1964) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εκατό χρόνια από την γέννηση του Φώτη Αγγουλέ (1911-1964)

Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει
κι άδειο κανίσκι ειν” η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι χαρά που μού “χεις λείψει
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή
μητ” όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι
έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει.

Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που γι’ αυτούς οι λέξεις «καλυτερεύω την ζωή μου», απέχουν πολύ από την απόκτηση κάποιων υλικών αγαθών καθώς και από ευτελείς διασκεδάσεις και φθηνά θεάματα.

Μια φλόγα μέσα τους, τους ορμηνεύει πως «καλυτερεύω την ζωή μου» σημαίνει άλλα πράγματα και κυρίως, ερμηνεύω τον κόσμο για να τον αλλάξω και μαζί με αυτήν την αλλαγή να αλλάξω και την δική μου ζωή.

Είναι ένα όνειρο αυτό, μια ζωντανή σπίθα, κατ’ αρχήν, που αργότερα γίνεται συνείδηση και αν τούτη η σπίθα δεν καταφέρει να ανάψει το μπαρούτι, αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν την πορεία τους και τον αγώνα τους με συντροφιά τα βιβλία και τους φίλους. Άνθρωποι ευαίσθητοι, που θα συγκινηθούν με απλά πράγματα, άνθρωποι που θα βρουν ομορφιά στα πιο απλά πράγματα.

Άνθρωποι σοφοί που μέσα από τα γραπτά τους μας χαρίζουν το μέτρο για να αξιολογούμε τα πράγματα και να τα τοποθετούμε στις σωστές τους διαστάσεις.

Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο ποιητής Φώτης Αγγουλές.

Ο Φώτης Χονδρουδάκης, γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του Σιδερής ήταν ψαρομανάβης. Την μητέρα του που την έλεγαν Γαρυφαλλιά ο Φώτης, το στερνοπαίδι της οικογένειας, μετά από 3 κορίτσια, την λάτρευε.

Στην διάρκεια του Α”  Παγκοσμίου Πολέμου, σημειώθηκαν οι πρώτοι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, και μια νύχτα ο Σιδερής φόρτωσε σε ένα καΐκι την οικογένειά του και πέρασαν απέναντι στην Χίο για να γλιτώσουν την σφαγή.

Τον πρώτο καιρό τους στέγασαν σε σχολεία, σε αποθήκες, σε χαλάσματα και τελικά τους εγκατέστησαν στο παλιό Κάστρο. Η οικογένεια, την περίοδο αυτή, πέρασε μεγάλη φτώχεια, ένα γεγονός που άφησε σκιές μελαγχολίας στην ψυχή του μικρού Φώτη.

Ο μικρός ήταν ζωηρός, τα γράμματα, σύμφωνα με μια παλαιότερη έκφραση, «τα έπαιρνε», ωστόσο το σχολείο δεν το άντεξε. Μια μέρα, όταν πήγαινε στην Δευτέρα Δημοτικού, πήδησε από το παράθυρο και δεν ξαναγύρισε. Στα Γράμματα πορεύθηκε μόνος του…

Ήταν 14 ετών, ο Φώτης Αγγουλές, όταν πρωτοδιάβασε ένα ποίημα και ενθουσιάστηκε, και από τότε αποφάσισε να γίνει ποιητής. Ο ατίθασος χαρακτήρας του διακρίνεται από στοιχεία αντισυμβατικότητας, ανεξαρτησίας και μεγάλης δίψας για μάθηση. Δουλεύει σκληρά για να ζήσει, μεροδούλι-μεροφάι. Ο πατέρας του προσπαθεί να τον στρώσει στην δουλειά του ψαρά, όταν ο καιρός δεν ήταν καλός, η δεν είχε δουλειά, μάζευε με την μάνα του χόρτα, για να ξεγελάσουν την πείνα τους.

Εκτός από την αξίνα και την βάρκα, στα δεκαπέντε του ο Φώτης Αγγουλές, βρίσκεται μαθητευόμενος τυπογράφος στην δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθερία» της Χίου.

Είναι αυτή η περίοδος, κατά την οποία πρέπει να ήλθε σε επαφή με το αριστερό και δημοκρατικό στοιχείο του νησιού.

Όταν έχασε την μητέρα του, ο κόσμος όλος σκοτείνιασε γύρω του.

Παρά την δυστυχία, ο Φώτης Αγγουλές, έχει πολλές ανησυχίες, παρ’ όλη την κούραση κάθε μέρα, τα βράδια ξαγρυπνά, διαβάζοντας.

Ζητά από τον διευθυντή της Βιβλιοθήκης «Κοραής» της Χίου, και το πετυχαίνει, να κοιμάται μέσα, για να μπορεί να διαβάζει περισσότερες ώρες, για να έχει φώς, για να έχει βιβλία.

Το ημερολόγιο δείχνει 1934, όταν ο Φώτης Αγγουλές, -το Αγγουλές, ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του που μάλλον σημαίνει «κορδωμένος σαν μπαστούνι»-, τυπώνει την ποιητική συλλογή «Αμαβασιά», λέξη που στα σανσκριτικά σημαίνει γέμισμα του φεγγαριού.

Η ποιητική του γραφή είναι εξαιρετικά κατεργασμένη, μια βαθιά μελαγχολία διατρέχει τα ποιήματα. Η περιπλάνηση στα κατάβαθα της ψυχής του, η εμμονή σε μια άδολη ηθική, θα χαρακτηρίζει την ποίηση του Αγγουλέ ως το τέλος, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η προσωπική περιπλάνηση θα διαφοροποιηθεί στο πέρασμα του χρόνου, κάτω από την επίδραση δραματικών γεγονότων.

Αφού έμαθε την τέχνη του τυπογράφου, ο Φώτης Αγγουλές συμμετείχε στην έκδοση του προοδευτικού περιοδικού «Το Νησί μας». Το 1935, δημοσίευσε στην εφημερίδα Αλήθεια μια σάτιρα εναντίον του Μουσολίνι, για την οποία δικάστηκε, τελικά αθωώθηκε, αλλά οι αρχές ήδη τον έχουν καταγράψει ως αριστερό. Το 1938, τυπώνει τις ποιητικές συλλογές «Κραυγές στον Ήλιο» και «Μενεξέδες».

Στην διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν τα σύννεφα της επερχόμενης θύελλας συσσωρεύονταν ξανά πάνω από τον κόσμο, ο Φώτης Αγγουλές, γίνεται όλο και πιο ανήσυχος, δεν ικανοποιείται από τους στίχους του, που εξακολουθούν να βγαίνουν από το χέρι του όμορφοι. Όμως ψυχανεμίζεται, καθώς είχε άδολη καρδιά, το κακό που πλησιάζει. Οι νέες σκέψεις του δεν χωρούν στα παλιά ρούχα των στίχων του. Το στοιχείο του αγώνα μπολιάζει την συνείδηση του, η χθεσινή αγκαλιά, ορθάνοιχτη για τους κατατρεγμένους, τώρα αρχίζει και γίνεται συνάμα άγρυπνος φρουρός, λάβα συνείδησης μαχητή. Αρχίζει και διαφαίνεται ότι μόνο ο αγώνας μπορεί να γεννήσει ένα κόσμο καλύτερο.

Η νέα περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Φώτη Αγγουλέ συμπίπτει με το ξέσπασμα του Β”  Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ για τον ίδιο η φασιστική Κατοχή στην Ελλάδα είναι η περίοδος που ονόμασε «καταραμένη νύχτα». Ο Αγγουλές με την ποίησή του, αυτής της περιόδου δίνει ολοζώντανες εικόνες της αντιφασιστικής πάλης του ελληνικού λαού, αλλά και όλων των λαών.

Το 1941, ο Φώτης Αγγουλές πέρασε στην Μέση Ανατολή, κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και συνδέθηκε με την Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού, ενώ παράλληλα εργάστηκε στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων όπου τυπωνόταν το στρατιωτικό περιοδικό «Ελλάς». Αυτά το 1942, χρονιά που γνωρίστηκε και με τον Γιώργο Σεφέρη, ενώ παντρεύτηκε και μια Αιγυπτιώτισσα, δημοκράτισσα ελληνίδα, δασκάλα των Γαλλικών με την οποία έζησε μαζί για λίγο. Μετά την καταστολή του αντιφασιστικού κινήματος του ελληνικού στρατού, το 1944, οι Άγγλοι μαζί με χιλιάδες αντιφασίστες τον εξόρισαν στην Ασμάρα, ακολούθησε φυλακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στη Αίγυπτο και αργότερα στο Ντεκαμερέ. Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ από όπου απολύθηκε. Όντας στην Μέση Ανατολή, ο Φώτης Αγγουλές θα γράψει μερικά από τα ομορφότερα ποιήματά του.

Στον Φώτη Αγγουλέ επετράπη να γυρίσει στην Ελλάδα το 1945, αλλά χωρίς να έλθει μαζί του η γυναίκα του. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του θα είναι φυλακή και βάσανα. Στην Ελλάδα οι «σύμμαχοι» και οι πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις έχουν δρομολογήσει ένα όργιο διωγμών κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Ποιήματα του κομμουνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, έχει ένα όνομα ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους και αυτό του δίνει ένα στήριγμα για ένα χρονικό διάστημα. Το αριστερό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη του κάνει ένα μικρό αφιέρωμα. Το 1948 συλλαμβάνεται στο Βροντάδο της Χίου μέσα σε μια στέρνα να τυπώνει μια παράνομη εφημερίδα. Ήταν κλεισμένος μαζί με τον φίλο του Μιχάλη Βατάκη. Οι αρχές τους διαπομπεύσανε στη χώρα, όμως κανένας δεν τους πρόσβαλε. Τους μεταφέρανε στα Γιούρα και τον Αγγουλέ στο νοσοκομείο στην Σύρο. Μια γιαγιά, η κυρά Αντωνία του συνοικισμού Ζωγράφου, μέλος της Εθνικής Αλληλεγγύης, με νεκρή την αντάρτισσα μοναχοκόρη της και τον γιό της στην Μακρόνησο, βρήκε το κουράγιο και πήγε και τον είδε και μετέφερε στο νησί τα νέα του. Καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά το κύμα διαμαρτυρίας που ξεσηκώθηκε και εδώ και στο εξωτερικό του έσωσε τη ζωή. Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή. Πέρασε απ’ όλες με τελευταία το κολαστήριο της Κέρκυρας απ’ όπου αποφυλακίστηκε το 1956.

Η αποφυλάκιση του βρίσκει τον Φώτη Αγγουλέ με κατεστραμμένη την σωματική και την ψυχική του υγεία. Το μετεμφυλιακό κράτος κάνει ότι μπορεί για να τον εμποδίσει να ξαναχτίσει την ζωή του. Πήγε στην Χίο, η Ασφάλεια είναι στο κατόπι του, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φοβέριζαν, όπως και όλους τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε. Τον καλούσαν κάθε μέρα για να υπογράψει δήλωση. Ξαναγίνεται ψαράς. Στα πιο φτωχά ταβερνάκια του νησιού, πνίγει στο ρακί την υπαρξιακή του αγωνία. Τον στήριξαν μερικοί φίλοι και έπιασε δουλειά ως τυπογράφος στην εφημερίδα «Χιακός Λαός». Το 1958 έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και αυτό του έδωσε μεγάλη χαρά. Τυπώνει το βιβλίο Πορεία μέσα στη νύχτα, μια συλλογή παλιών και νέων ποιημάτων του. Σιγά-σιγά ανακάμπτει και πνευματικά ενώ το 1962 τυπώνει την συλλογή «Φουτσιγιάμα».

Μέσα στο 1963 ο Φώτης Αγγουλές έπαθε μολυβδίαση, την ασθένεια των τυπογράφων. Ηλθε σε μια κλινική στα Μελίσσια για νοσηλεία, πέρα από την ασθένεια, δεν μιλούσε. Με την φροντίδα της ΕΔΑ μεταφέρθηκε σε κλινική στο Ελληνικό και μετά από 4 μήνες μιλούσε και έτρωγε κανονικά.

Επέστρεψε στην κλινική μετά από 5-6 μήνες για παρακολούθηση, εκεί γνωρίστηκε με μια κοπέλα που της έδωσε λόγο πως θα την πάρει στην Χίο και θα την παντρευτεί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν ο σκοπός του τελευταίου του ταξιδιού από την Χίο στον Πειραιά. Το ημερολόγιο έδειχνε 27 Μαρτίου του 1964 και πάνω στο πλοίο της γραμμής Κολοκοτρώνης στο διάδρομο της τουριστικής, βρέθηκε νεκρός ο προλετάριος ποιητής, Φώτης Αγγουλές, έχοντας μόνο είκοσι δραχμές στην τσέπη του.

Μετά από πολλά χρόνια με την φροντίδα και την επιμέλεια της ΝΕ Χίου του ΚΚΕ, διασώθηκαν χειρόγραφά του που είχαν μείνει …ξεχασμένα επί δεκαετίες στο τυπογραφείο.

Ο Φώτης Αγγουλές μας άφησε μια ποίηση όμορφη, μια ποίηση δεμένη με την πραγματικότητα και τους ανθρώπους, μια ποίηση που δεν είχε ανάγκη από περιττά φτιασιδώματα, ούτε από πομπώδεις εκφράσεις και αλόγιστη χρήση των συμβολισμών.

Η ποίηση του είναι ποίηση ζώσα, ακριβώς γιατί την διαπνέει το ήθος του δημιουργού της. Είναι μια ποίηση που αγγίζει τον αναγνώστη της ή τον ακροατή της στην περίπτωση των μελοποιημένων ποιημάτων του, -από τους Πάνο Τζαβέλλα, Θωμά Μπακαλάκο, Γιάννης Μαρκόπουλο, Παντελή Θαλασσινό, Μιχάλη Τερζή, Πάρι Περισυνάκη και το συγκρότημα «Ωχρά Σπειροχαίτη»-, ακριβώς γιατί μέσα από τις γραμμές της αναδεικνύεται το πανανθρώπινο μήνυμά της, και αποδεικνύει ότι σε όλους τους καιρούς, οι στόχοι που μπορεί να θέσει κάποιος στην ζωή του μπορούν και πρέπει να είναι κατά πολύ ανώτεροι από το φθηνό και το ευτελές.

Ταυτόχρονα, δεν είναι μια ποίηση «φευγάτη», πέραν του κόσμου τούτου. Ισα-ίσα με την ποίηση του και με την στάση της ζωής του ο Αγγουλές απέδειξε ότι μπορείς ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες να διατηρήσεις την ελπίδα, να διατηρήσεις άσβεστη τη φλόγα του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.

Γιώργος Μηλιώνης

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Κάποια ποιήματα και βιογραφικά στοιχεία του Φώτη Αγγουλέ μπορεί κανείς να διαβάσει εδώ (Σελίδα Νίκου Σαραντάκου)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>