Κάνε κουράγιο κυρά Ελπίδα, ίσως του χρόνου… | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Αυγ 14th, 2011

Κάνε κουράγιο κυρά Ελπίδα, ίσως του χρόνου…

Γράφει ο Αιθεροβάμων

Κάνε κουράγιο κυρά Ελπίδα, ίσως του χρόνου…

Αφιερωμένο αποκλειστικά στον Χρήστο και σ’ όλα τα παιδιά του ΚΔΑΠ

Στο λιμάνι της Τήνου 16 Αυγούστου, πρωί με τον αέρα να σφυρίζει και τους τουρίστες να φιλιούνται, να χορεύουν, να καλαμπουρίζουν, να φωτογραφίζονται περιμένοντας το πλοίο της γραμμής.

Σε μια άκρη της προκυμαίας μια μαυροφορεμένη γυναίκα η κυρά Ελπίδα από τη Λευκάδα ράγισε, δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο. Έγειρε πάνω στο σαραβαλιασμένο παιδί της, τόσφιξε με όση δύναμη είχε μέσα στην αγκαλιά της, έγινε μαζί του ένα μαύρο κουβάρι και από τα πάλαι ποτέ ερωτικά της χείλη, που τώρα έμοιαζαν με μαραμένο λουλούδι, βγήκε ένα τεράστιο, σπαραχτικό:

«Γιατίιιιι;»

που πάγωσε την αποβάθρα και σταμάτησε μονομιάς όλα τα μποφόρ του Αιγαίου…

Κρατώντας στην αγκαλιά σα μαύρο κουβαράκι το ισχνό σώμα του μονάκριβού της και κουνώντας το κορμί της μπρος πίσω, μπρος πίσω, συνεχώς σαν ιέρεια αρχαίας τραγωδίας μοιρολογούσε κι έλεγε:

«Γιέ μου κοίταξε τους ξένους τι γερά πόδια έχουνε, τι δυνατά χέρια, τι ψηλά κορμιά, τι όμορφα πρόσωπα και συ εδώ να γερνάς στην αγκαλιά μου ανήμπορο…

Βλαστάρι μου, γιε μου σήκω, τρέξε, παίξε μαζί τους, χοροπήδησε, πιάσε ένα κορίτσι και φίλησέ το δυνατά στο στόμα.

Δε μ” ακρουμάζεσαι γιέ μου, δε με προσέχεις, το ξέρω αφού η Παναγιά δε μας καταδέχτηκε και φέτος…».

Τούτα τα λόγια (φοβερή βλαστήμια για την κυρά Ελπίδα) ειπώθηκαν απερίσκεπτα.

Λόγια απόγνωσης, απογοήτευσης κι ακράτητου πόνου, αλλά αταίριαστα σ” έναν άνθρωπο που είχε έρθει στη Χάρη της.

Με μιας η κυρά Ελπίδα μετάνιωσε.

Δάγκωσε τα χείλη της, να τιμωρήσει την ασέβεια, σταυροκοπήθηκε και είπε: «Συγχώρεσέ με Παναγίτσα μου», καθώς είδε την αυστηρή μορφή της Παρθένου πάνω στα Αιγαιοπελαγίτικα κύματα να της κουνάει απειλητικά το δάκτυλο και μετ” άλλο χέρι να διατάζει τα μελτέμια να ξανασαρώσουν το νησί.

Έσκυψε πάνω από το παιδί της η μαυροφορεμένη κυρά και άφησε τα μάτια της λεύτερα και λυτρωτικά να ρίξουν και να χυθούν τα μιας ζωής μαζεμένα δάκρυα.

Τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στα αχαμνά ποδαράκια του γιου της, πότιζαν τις αραιές μαύρες τρίχες του και οι σφήκες παράτησαν τις καρπουζόφλουδες και τ” αποφάγια κι ήρθαν να ξεδιψάσουν από την λιμνούλα των δακρύων της μάνας που σκέπαζαν το αδιάφορο τοπίο του άφωνου αγοριού.

Το καράβι σφύριξε και άρχισε η επιβίβαση των προσκυνητών για το ταξίδι της επιστροφής…

Η κυρά Ελπίδα μια σιωπηλή, μοναχική γυναίκα έμενε σ” ένα φτωχικό σπιτάκι στη παλιά πόλη της Λευκάδας. Λίγο καιρό μετά την γέννηση του αγοριού της, ο άντρας την παράτησε και εξαφανίστηκε. Ζούσε ξενοπλένοντας ρούχα και με το πενιχρό βοήθημα της Πρόνοιας.

Κάθε που έμπαινε το Δεκαπενταύγουστο μαυροντυνότανε.

Στα μαύρα έντυνε και το μονάκριβο ταμένο αγοράκι της. Μαύρο πουκάμισο, μαύρο κοντό παντελονάκι. Ακόμα και τώρα που τα σημάδια της εφηβείας μαρτυρούσαν την ηλικία του γιου της, αυτή επέμενε να του φοράει το μαύρο κοντό παντελονάκι, γιατί ήταν το «μωρό» της.

Ακόμα δεν είχε ψελλίσει την πρώτη του λέξη, ακόμα δεν είχε περπατήσει, ακόμα δεν της είχε χαμογελάσει.

Δεκαπέντε χρόνια στην αγκαλιά της, σαν μωρό, το κουβάλαγε κάθε Δεκαπενταύγουστο από τη Λευκάδα στην Τήνο όπου τόχε τάξει στη Μεγαλόχαρη.

Φτάνοντας έπιανε πάντα την ίδια γωνιά στο περίβολο του ναού, έστρωνε κάτι κουρελούδες και μια κουβέρτα που της έδιναν, άνοιγε τη μαύρη ομπρέλα για τον ήλιο και τακτοποιούσε το παιδί στα μαλακά.

Κοιτάζοντας το βλαστάρι της στα μάτια, άρχιζε να του διαβάζει σαν παραμύθι βίους αγίων και να του ψέλνει τροπάρια σαν παιδικά τραγουδάκια.

Κι” εκείνο σαν να τ” άκουγε, προσηλώνονταν στη φωνή της και προσπαθούσε να χτυπήσει παλαμάκια με τα μικρά λιγνά του χεράκια, αλλά δε μπορούσε…

Το βράδυ σαν το “παιρνε ο ύπνος, εκείνη ξαγρυπνούσε δίπλα του, ακούγοντας στο πλάι της τις γυναίκες ν” αφηγούνται ιστορίες με θαύματα, για παράλυτους που περπάτησαν, για τυφλούς που είδαν το φως τους, για άλαλους που βρήκαν τη λαλιά τους, για γυναίκες στέρφες που γκαστρώθηκαν και γέννησαν αρσενικά, για καρκίνους και άλλες ανίατες αρρώστιες που εξαφανίστηκαν, πράγματα ανεξήγητα που έκαναν τα φυλλοκάρδια της κυρά Ελπίδας να ριγούν, τα μάτια της να δακρύζουν και την ψυχή της να γεμίζει ελπίδα.

Ξάπλωνε πλάι στο «μωρό» της και άρχιζε να το χαϊδεύει, να το ονειρεύεται σημαιοφόρο στο σχολείο, φοιτητή στο Πανεπιστήμιο, με πέτσινο μπουφάν καβάλα σε μοτοσικλέτα με μια κοπέλα γατζωμένη πάνω του.

Έπιανε τα χεράκια του και άρχισε να του λέει μουρμουριστά μέσα τη νύχτα τα πιο όμορφα νανουρίσματα, ανακατεμένα με ψαλμούς και τραγούδια της Βουγιουκλάκη: «Τράβα μπρος και μη σε μέλλει, θάρρος η ζωή μας θέλει, κι είναι πάντοτε ωραία η ελπίδα για παρέα…».

Και το ξημέρωμα με το αγόρι της κουβαράκι στην αγκαλιά, έτρεχε να πιάσει θέση από τις πρώτες στο δρόμο που θα περνούσε η Παναγία, λες και η θαυματουργή δύναμή της χρυσοποίκιλτης εικόνας θα ξοδεύονταν όσο θα προχωρούσε πάνω από την ατέλειωτη σειρά των ανήμπορων προσκυνητών κι οι πρώτοι θα “τανε πιο τυχεροί από τους τελευταίους.

Κι όταν ένοιωθε τη σκιά της εικόνας να διαβαίνει από πάνω της, εκείνη με ορθάνοιχτα τα μάτια κοίταγε αχόρταγα το παιδί της πότε θ” απλώσει τα χεράκια του στη πρώτη σπαραχτική του κίνηση, πότε θα κουνήσει τα ποδαράκια του, πότε τα χείλη του θα ψελλίσουν την πρώτη λέξη, που ενδόμυχα πίστευε ότι θα ήταν η λέξη «μάνα» ή η λέξη «Παναγία».

Πέρασαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, δεκαπέντε Δεκαπενταύγουστα!

Ένιωθε τη σκιά της Παναγίας να περνάει πάνω από το δύστυχο, τυραγνισμένο κορμάκι του παιδιού της και να χάνεται μέσα στις επικλήσεις και τα τάματα των διπλανών: «βοήθησέ μας Μεγαλόχαρη!»

Κι εκείνο να μένει άπραγο, χωρίς να μπορεί να κουνήσει τα χεράκια του, να κάνει έστω ένα βηματάκι, να συλλαβίσει αργά – αργά τη λέξη «μά-να»

Τώρα πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου για να γυρίσει στο φτωχικό της η κυρά Ελπίδα κάνει όνειρα για του χρόνου το Δεκαπενταύγουστο και χαμογελάει μ” ένα πικρό χαμόγελο στο μωρό της, που έχει αρχίσει κιόλας να γερνάει…

Κάνε κουράγιο κυρά Ελπίδα, ίσως του χρόνου σε καταδεχτεί η Παναγία…

Σημείωση:
Το θέμα αυτό βασίστηκε σε κείμενο του εκλεκτού συγγραφέα και δημοσιογράφου Μιχάλη Φακίνου που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ πριν μερικά χρόνια.

Αιθεροβάμων

Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του Αιθεροβάμωνα


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η LINAIOS λέει:

    Αυτό το κείμενο ( και ας μη θεωρηθεί υπερβολή ) κατά την ταπεινή μου άποψη έπρεπε να μπει σε όλα τα σχολικά βιβλία !

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>