Για ένα πινάκιο φακής… (λίχνισμα – αλώνισμα)
Το σβάρνισμα κάποια στιγμή δέησε να πάρει τέλος.
Η σοδειά φέτος ήταν καλή, βοήθησαν οι Μαγιάτικες βροχές και η φακή μέστωσε.
Ο Λάμπρος ο δραγάτης απόκαμε μες στην αντηλιά και ακούμπησε στη ξερολιθιά να ξαποστάσει δίπλα στα σύνεργα του μόχθου του, το δριμόνι, τη θρουμπόσκουσπα, το δικριάνι, το καρπολόϊ και το ξυλόφκιαρο.
Είναι η μόνη στιγμή που μπορεί για λίγο έστω να αναλογιστεί για τη ζωή του: «Τη φακή, την ελιά και τ’ αμπέλι στην παλάμη μου μεγάλωσα και το χώμα ίδια η σάρκα μου και η στάλα του νερού στη ρίζα δάκρυ μου γίνεται και κρύσταλλο την αυγή για να δροσιστεί το μέτωπο στις σκληρές μέρες του Αλωνάρη».
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν σε καιρούς δίσεκτους με λάβαρο το μεροκάματό τους και τα ιδρωμένα χέρια τους.
Στον Άη Δονάτο δέντρα δεν υπάρχουν για να χαρούν τον ίσκιο τους, μέχρι να περάσει το μεσημεριάτικο καμίνι του ήλιου.
Λουφάζουν για λίγο μέσα στους βόλτους που κρατάνε ένα κομμάτι δροσιάς και περιμένουν νάρθει το αγεράκι του Ιονίου ο δροσερός μαΐστρος για να ξεκινήσουν πάλι το πάλεμα στα χωμάτινα αλώνια.
Και σε λίγο αρχίζει το ανέμισμα, το λίχνισμα, με τη σκόνη και το άχυρο βάσανο σωστό να τσούζει και να τυφλώνει τα μάτια και να γίνεται μαρτύριο χωρίς τελειωμό.
Λίγο πιο κει η κυρά Αντριάννα αχαλίζει τη φακή, μαζεύει τα καρύκια που δεν σβαρνίστικαν και τα περνάει από το δριμόνι να καθαρίσουν και να βγει ο καρπός.
Λιχνίζουν για ώρες …….
Σιγά σιγά ο μαΐστρος δυναμώνει και ανεμίζει το ελαφρύ άχυρο λίγο πιο πέρα, ενώ στα πόδια τους σωριάζεται και ξεχωρίζει ο πολύτιμος καρπός.
Φανερώνεται η απολαβή των κόπων όλης της χρονιάς!
Ένας σωρός φακής μπροστά στα μάτια τους φαντάζει σαν μικρά μαργαριτάρια!
Όλο κι’ όλο το βιός τους!
Τον σταυρώνουν στην κορυφή και ακούς δυνατά τις ευχές από τα γειτονικά αλώνια: «Να τη φάτε με γειά», «και του χρόνου πιότερο»
Κι’ είναι ευτυχισμένοι μέσα στην πενία τους !
Ξαποσταίνουν για λίγο βάζοντας το ξερό ψωμί μουσκεμένο στην άρμη, με την αρμυροσαρδέλα που έφρυγε το στόμα τους και όμως σ’ όλη τη ζωή τους χάραζαν τα βουνά με την πέτρα, μαζεύοντας το χώμα σπυρί σπυρί για να φτιάξουν τον Παράδεισό τους!
Και μετά τσουβαλιάζουν τη φακή και τη φορτώνουν στα ζώα, γνώριζαν τώρα πια πόσα φορτώματα φακής έκαναν αυτή τη χρονιά…
Τελευταία έγνοια τους να αποστειρώσουν τον καρπό για να μη κουφώσει απ’ το μπουρμπούλι με λάδι, αλάτι και ρίγανη.
Αλλά δεν ξεχνάνε και το άχυρο, πολύτιμη τροφή για τα ζώα τους.
Αυτό ήταν δουλειά των γυναικών που το κουβαλούσαν στο πολύπαθο κεφάλι τους μέσα σε κρεββατοστρώσια, μαντανίες και σεντόνια.
Φτάνοντας στο σπίτι μια ώρα δρόμο το αδειάζουν στον πλοκό, στο κατώγι του σπιτιού τους.
………………………………………………………….
Μνήμες που χάνονται στα βάθη του χρόνου……..
Τώρα τα πράματα άλλαξαν. Ο τόπος μας έγινε μια αγνώριστη πολιτεία και σπάνια ακούς μια «καλημέρα» ένα «γειά» μια «καληνύχτα» και αυτή σε χείλια παγωμένα.
Οι καιροί σκαιοί και αποτρόπαιοι σφυρίζουν τώρα πια άγνωστες λέξεις, χειμώνες και θύελλες ίσως έρθουν και νύχτες ασέληνες με μέγαιρες και σκιωτικά…
Τα αλώνια χορτάριασαν….
Ο μπάρμπα Φίλιππος και η κυρά Μαυρέττα, η θειά Παρθένω και ο μπάρμπα Πέτρος, η κυρά Κατερίνα και ο μπαρμπα Φώντας, όπως και τόσοι άλλοι έχουν πια φύγει.
Χάθηκαν για πάντα από τη γη που τους ανάστησε, χάθηκαν μέσα στους άγριους ανέμους που φυσάνε τον τελευταίο καιρό….
Χάθηκε η ζεστασιά της πενίας τους!
Δίσεκτοι χρόνοι κι’ ανελέητοι!
Όμως ας τους θυμόμαστε και ας είναι ευλογημένα τα έργα των χεριών τους!
Ελάτε καλοί μου φίλοι όσοι μπορείτε να φορτώσουμε στη μνήμη μας όσα οι καιροί δε λεηλάτησαν, να βγούνε από το σκοτάδι της μνήμης μας στο φως μιας άλλης μέρας, άγιες μορφές, κρατώντας παραμάσχαλα το σταρένιο καρβέλι, την μυρωδιαστή ντομάτα, την αρμυροσαρδέλα, το μποτσόνι με το μαύρο Βαρτζαμί.
Ελάτε να φιλήσουμε και να προσκυνήσουμε αυλακωμένα πρόσωπα και χέρια ροζιασμένα και ας είναι η μνήμη μας πάντα ζωντανή!
Σημείωση: Βοηθήματα σημαντικά η ποιητική συλλογή του ΚΩΣΤΑ ΦΩΤΕΙΝΟΥ: «ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ» και «ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ» του ΠΑΝΤΑΖΗ ΚΟΝΤΟΜΙΧΗ.