Ο Καλογιάννος και τα κυκλάμινα του Βαλαωρίτη…
Επιστολή του Ποιητή, Εστία, (Νοέμβρ. 1878).
«Δεν εντρέπομαι να ομολογήσω, φίλτατε Παύλε, ότι και ως γέρων ραψωδός παράξενος και ως απλούς θνητός έχω κι εγώ τας αδυναμίας και τας ιδιοτροπίας μου. Μεταξύ τούτων υπάρχει και η απέραντος συμπάθειά μου προς έν των κοινοτέρων και των ταπεινοτέρων φθινοπωρινών πτηνών μας, τον λάλον, τον αγαθόν Καλογιάννον.
Αγνοώ πόθεν προήλθε το όνομά του ή αν απανταχού της Ελλάδος ούτω πως ονομάζεται η εριθανής ή πυραλίς των αρχαίων, η motacilla grisea του Λινναίου, ο pettirosso των Ιταλών και ο rouge-gorge των Γάλλων. Και το μεν δημοτικόν ελληνικόν όνομα μαρτυρεί πιθανώς περί της αγαθότητος του ήθους και της φυσικής αυτού τάσεως προς την οικειότητα, το δε αρχαίον, καθώς το ιταλικόν και το γαλλικόν, πηγάζει εκ της ωραίας ερυθροειδούς κηλίδος, ήν γαυριών επιδείκνυται επί του τραχήλου.
Και όμως τον Καλογιάννον περιφρονούν οι ποιηταί.
Δεν τον καταδέχονται, είναι φτωχό πουλί, είναι χωριάτης.
Δεν έχει τους ερωτικούς ρεμβασμούς της αηδόνος· εξυπνά πάρα πολύ πρωί, είναι χυδαίος, πάντοτε εύθυμος, πάντοτε καλοκαρδισμένος, δεν μελαγχολεί ποτέ, ενί λόγω, είναι λαός.
Αλλ’ εγώ τον ηγάπησα εκ νεαράς μου ηλικίας και όταν κατά την έναρξιν του φθινοπώρου συναντώμαι μετά του πρώτου Καλογιάννου και της πρώτης κυκλαμιάς (διότι το άνθος και το πτηνόν συγχρόνως εμφανίζονται), η καρδία μου σκιρτά, ως αν αίφνης έβλεπον παλαιούς φίλους επανερχομένους εκ μακράς αποδημίας.
Απέναντι των παραθύρων του εν Μαδουρή εξοχικού μου οίκου εγείρεται παμμεγέθης ελαία, ήτις είναι αληθής αγορά του λαού των Καλογιάννων.
Εκεί συνέρχονται, ιδίως όταν επίκειται χειμών ή τρικυμία, και συναναστρέφονται μετ’ εμού και με ευφραίνουν διά των κελαδημάτων των.
Χίλιες φορές μού διεσκέδασαν τα μαύρα νέφη της φαντασίας!
Χίλιες φορές με παρηγόρησαν και μου εγλύκαναν τα κρυφά φαρμάκια της ψυχής!
Χρεωστώ εις αυτούς τόσην ευγνωμοσύνην!»
……………………………………………………………………………………………………………………………………»
……Τα κρυφά φαρμάκια της ψυχής του Εθνικού μας Ποιητή! Σε ηλικία 27 ετών παντρεύτηκε την κόρη του Βενετού Λόγιου Αιμίλιου Τυπάλδου, Ελοϊζα, η οποία ήταν και ο έρωτας της ζωής του. Απέκτησαν μαζί επτά παιδιά, αλλά η μοίρα ήταν σκληρή με την οικογένεια.
Η περίοδος 1855-75 σημαδεύεται από μια σειρά οικογενειακών θανάτων: του πρώτου παιδιού, της Μαρίας, που πεθαίνει το 1855 σε ηλικία δύο ετών, η δεύτερη κόρη του, επίσης Μαρία, πεθαίνει το 1866 ενώ η τρίτη η Ναθαλία το 1875 στη Βενετία, του πατέρα και της μητέρας του, που πεθαίνουν και οι δυο σε μικρό χρονικό διάστημα το 1856.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
Ο Καλογιάννος (απόσπασμα )
Ιωάννῃ Βαλαωρίτῃ
τω γλυκυτάτω μου υιώ
Μη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·
πατρίδα εγώ δεν έχω
παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·
με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.
Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·
πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.
Λίγη δροσούλα τ’ ουρανού τ’ ακούραστο λαρύγγι
μου το ξεφρύγει, όταν διψώ, και ζω μ’ ένα μυρμήγκι.
Ξυπνώ το γλυκοχάραμα· του ήλιου την αχτίδα
φορώ μαλαμοκέντητη βασιλική χλαμύδα
κι αρχίζω το τραγούδι μου. Στα σύγνεφ’ ανεμίζει
περήφανος σταυραϊτός, τον κόσμο φοβερίζει,
κι εγώ τον βλέπω και γελώ… Δεν του φθονώ την τύχη,
ούτε με σκιάζει τ’ άσπλαχνο, το φοβερό του νύχι,
γιατί δεν καταδέχεται μ’ εμένα να χορτάσει
θεριό που προς τη δόξα του βρίσκει στενήν την πλάση.
Το κράζουν αυτοκράτορα… του φόρεσαν κορόνα,
μας το ’πλασαν δικέφαλο… του γράφουν την εικόνα…
Στη μια τη φούχτα να κρατεί χρυσή τού δίνουν σφαίρα,
στην άλλη του γυμνό σπαθί… κι επήρε ο νους του αγέρα!
ο πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι
είν’ η ξανθή μου η κυκλαμιά. Εγώ με το τραγούδι
την ανακράζω από ψηλά κι εκείνη στη φωνή μου
γοργά προβαίνει ολόχαρη. Πιστόν προξενητή μου
το πρωτοβρόχι δέχεται στο φτωχικό κρεβάτι
και δείχνεται στο φίλο της εντροπαλή, δροσάτη…
Δεν σε ζηλεύω σταυραϊτέ! Του πριναριού μου η μάζα
αξίζει την κορόνα σου και τα χρυσά τσαπράζα.
Δεν ανεβαίνω σαν εσέ και σαν εσέ δεν πέφτω
στην αρπαγή, στο σκοτωμό, κι άλλο ποτέ δεν κλέφτω
παρά με το τραγούδι μου καμιά καρδιά καμένη.
Εσέ σε βάφουν αίματα, εμέ η δροσιά με πλένει.
Ζω με τα φύλλα τα χλωρά, με τ’ άνθη θα πεθάνω,
κι αφήνω χωρίς κλάματα τον κόσμο αυτόν τον πλάνο.
…………………………………………………………………….