Αποκλάδια και κλαρίδες…
Αποκλάδι (το): Αμπελόβεργες κομμένες που περισσεύουν από το κλάδεμα του αμπελιού (σ.σ. ή της κληματαριάς). Λέγονται και αποκλαδόβεργες. Είναι κατάλληλες για προσάναμμα της φωτιάς. (Πανταζής Κοντομίχης, «Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος», εκδόσεις Γρηγόρη, 2005).
Κλαρίδα (η): Έτσι λέγαμε στα χωριά της περιοχής του Αλεξάνδρου, το κλαδί του δέντρου που έμενε αφού πρώτα έτρωγαν τα φύλλα του οι κατσίκες που υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα χωριάτικα νοικοκυριά. Οι ιδιοκτήτες τους έκοβαν κλαρί από το λόγγο, συνήθως κούμαρο, φελλύκη και μαλακό πουρνάρι, και τις τάιζαν. Τα κλαδιά που έμεναν τα πόστιαζαν στις αυλές και τα χρησιμοποιούσαν ως προσάναμμα για το τζάκι ή τον ξυλόφουρνο.