Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις από την Κοντάραινα Λευκάδας | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις από την Κοντάραινα Λευκάδας

«Όντας ανθίση ασφελαχτός λύκος να φάη τη μάννα…»

Παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά του τόπου μας, αποστάγματα της λαϊκής σοφίας, όπως καταγράφονται στην 117σέλιδη χειρόγραφη εργασία: «Άμεσος συλλογή λαογραφικού υλικού γενομένης υπό της φοιτητρίας Ελευθερίας Νικολάου Πολίτη το έτος 1967 εν Αθήναις δια το χωρίον ΚΟΝΤΑΡΑΙΝΑ Νομού Λευκάδος» (Πηγή: Λαογραφικό Αρχείο και Μουσειακή Συλλογή του Πανεπιστημίου Αθηνών).

1 3

Πολλές είναι κοινές με αυτές των άλλων χωριών της Λευκάδας, κάποιες άλλες πάλι θα τις ακούσει κανείς σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Αντιγράφουμε διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου:

2

  • Του ζουρλού το χέρι στου φιδιού την τρύπα
  • Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι
  • Έτσι πέφτουνε Καλομοίρα μ΄ οι σκεπαστές (Ένας πλούσιος μπορεί να γίνει φτωχός)
  • Που μ΄έρριξε το άλογο θα κατεβώ να το σύρω
  • Μπήκε η δεντρογαλιά στο φούρνο (όταν δεν έχουμε αλεύρι)
  • Κάτσε ήλιε, κάτσε αργάτη και χαρά στον παραστάτη (για να σκολάση ενωρίς ο αργάτης)
  • Δεν τό΄χω πως πεθαίνω παρ΄ όσο ζω μαθαίνω (Για κάθε παράξενο)
  • Το σπίτι άμα δεν έχη ξύλα και νερό από δαύτονε (το νοικοκύρη) είναι φτωχό
  • Μαύρη κόττα στην αυλή σου και γεννήση μη γεννήση
  • Έπεσε ο φούρνος και τον πλάκωσε (για τον λυπημένο)
  • Τσι δουλειές θα τσι κάμει η παπαρούνα η κόκκινη (για τον ανέμελο)
  • Άμα λαλήση ο τζίτζικας γορμάζουν οι σταφίδες
  • Βλάχο μ΄ πότε κρύωσες;
  • Τώρα τσι μέρες τ΄ Άι Αντρειώς του γέρο του Νικόλα
  • Όπου βλες (βλέπεις) μεγάλες αγάπες περίμενε και μεγάλες αμάχες
  • Τσου ακάλεστους τσου γανώνουνε (για τους απρόσκλητους)
  • Δούλεψε να φας και κλέψε ν΄άχεις
  • Μία την πηγαίνανε να την κάμουνε βασίλισσα και γύρευε στο δρόμο ρείκια (για τον αχόρταγο)
  • Διάλεε (μάζευε) κι ας είν΄ και ράτες
  • Κάλλιο άλογο με ένα πόδι παρά γάϊδαρο
  • Ο άντρας μου κι ο κόπανος κι ένα θρουμπί λινάρι
  • Μοίρα που με μοίρανες να πάρω τον χωριάτη να βγάζη τα παπούτσια του απάνου στο κρεβάτι
  • Μη δώκης του φτωχού πόρτες και παραθύρια
  • Όντας ανθίση ασφελαχτός λύκος να φάη τη μάννα (Για την κόρη που μεγάλωσε)
  • Βάζω κι εγώ τον άντρα μου με τους πραματευτάδες
  • Πάει ο άντρας μου στο μύλο πέστε μου γειτόνισσες να παντρευτώ ή να μείνω
  • Όποιος σκάβει το λάκκο τ΄αλλουννού σκάβει τον εδικό του
  • Στων ανύπαντρων την πόρτα κι οι γαϊδάροι συμπεθέροι
  • Το ζευγάρι θέλει τρεις και τ΄ αλώνι δεκατρείς
  • Σκοινί με σκοινί και βούρλο με βούρλο (ο καθένας πρέπει να συνεργάζεται με άνθρωπο τση σειράς του)
  • Τα σκόρδα όσο αριεύουνε τόσο χοντραίνουνε (όταν φεύγουνε τα αδέλφια από το σπίτι και μένουνε λιγώτεροι στο σπίτι είναι καλλίτεροι νυκοκυραίοι)
  • Κεφάλι δίχως γνώση αργά που θα το μετανοιώση
  • Κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα
  • Βαθειά βροντή σεμά (κοντά) βροχή
  • Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίση καλοκαίρι θα μυρίση
  • Κι αν τις φλέβες του ανοίξη μαύρα κολοβά θα ρίξη
  • Ο εχθρός φίλος δεν γίνεται και να γίνει δεν προκόβει
  • Ήτανε φτωχό τ΄ αρνί μας είχε και πλατειά ορά
  • Όχι νυφούλα μ΄ όπως ήξερες αλλ΄ όπως ηύρες
  • Καινούργιο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω
  • Δυο γουρούνια σ΄ έναν κορίτο δεν τρώνε ποτέ (δυο άνθρωποι πονηροί δεν κάνουνε μαζί
  • Ο κούκος (κουκιά) θέλει σύντροφο και το ρεβύθι αέρα
  • Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος
  • Το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι
  • Ανάθεμά σε κυνηγέ που σκότωνες το ένα και δεν τα σκότωνες τα δυο να πάνε ανταμωμένα
  • Ποιος ήταν κειος που πέθανε Παρασκευή το βράδυ και τόνε κατεβάζανε Σαββάτο μεσ΄ τον Άδη
  • Πάρε άνθρωπο από σπίτι και σκυλί απ΄ το κοπάδι
  • Ο άνθρωπος θα σε τιμήση το σκυλί θα σ΄ αλυχτήση
  • Ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι αλόκρενε
  • Η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή
  • Κακό χωριό τα λίγα σπίτια
  • Θέλεις θέριζε και δένε θέλεις δένε και κουβάλα
  • Κουβάλα νερό στη θάλασσα μη σώση και γλυκάνει
  • Με σηκώνη η νύχτα κι η αυγή σαν ν΄άχω μάννα κι αδελφή
  • Όσο θέλεις δούλευε όσο θέλει θα σου δώση
  • Βόηθαμε φτωχούλη μου μη γίνουμε ίσα κι όμοια
  • Ο έξυπνος κι αν γελαστεί για λίγο, δεν γελιέται
  • Κυριακή κοντή γιορτή
  • Ν΄άμουν το Μάη μπιστικός τον Άουστο δραγάτης και μεσ΄ το μισοχείμωνο ν΄άμουνα ταβερνιάρης
  • Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τη γνώμη ποτέ

Σημείωση:
Τις μετέφερε στη συντάκτρια της εργασίας, όπως σημειώνει η ίδια, ο Νικόλαος Πολίτης, 43 τότε ετών (1967), με γνώσεις Δημοτικού.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>