Παρουσίαση του βιβλίου «Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές 1944-1959» του Θανάση Καλαφάτη | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Μαρ 19th, 2015

Παρουσίαση του βιβλίου «Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές 1944-1959» του Θανάση Καλαφάτη

Οι Εκδόσεις Θεμέλιο σας προσκαλούν την

Τρίτη, 24 Μαρτίου στις 6:00 μ.μ.

στη Στοά Του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5 & Σταδίου, Αρσάκειο Μέγαρο, Αθήνα 10564) στην παρουσίαση του βιβλίου του Θανάση Καλαφάτη «Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές 1944-1959 – Κοινωνική ωρίμανση και πολιτική στράτευση».

Για το βιβλίο θα μιλήσουν: ΕΦΗ ΓΑΖΗ καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ επιμελητής εκδόσεων.

Στα πλαίσια της εκδήλωσης, στην Αίθουσα Τέχνης της Στοάς του Βιβλίου θα εκτεθεί ταυτόχρονα η σειρά των έργων του ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗ «Αγία Μαύρα» εμπνευσμένα από το βιβλίο του ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΛΑΦΑΤΗ.

Στη συνέχεια, από τις 26 έως τις 28 Μαρτίου 2015 τα σχέδια θα εκτεθούν στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων ΘΕΜΕΛΙΟ, Σόλωνος 84.

10954512_760428377387882_2443082464515520117_n

Ήταν ακριβώς τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή το τέλος της δεκαετίας του ’40 και αρχές της δεκαετίας του ’50, που η μικρή μας πόλη προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ του σεισμού του 1948 και τα μαύρα σύννεφα του Εμφυλίου και της εσωτερικής τοπικής διένεξης. Ο πόλεμος, η πείνα, η τυραννική μεταχείριση από τους κατακτητές είχαν ως αποτέλεσμα εκτός από το ξεκλήρισμα οικογενειών και την εμφάνιση μοναχικών, ιδιόρρυθμων τύπων που έβγαιναν από μια κόλαση του Δάντη.

Εμείς, παιδιά 10 ετών, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε το τραγικό από το κωμικό αυτών των ανθρώπων. Θυμούμαι μερικούς όπως τον Φιλάρετο, που παρίστανε τον Ναπολέοντα, τον Κοροβέση, που περνούσε τον εαυτό του για τον Καποδίστρια, ή τον γερο-Ψάνη (Σκιαδά), που είχε μια στολή από σύρματα στα οποία πρόσδενε άδεια τενεκεδένια βαζόγαλα, ενώ για σπίτι χρησιμοποιούσε μια σπηλιά στη θέση Μεγάλη Βρύση.

Ο γερο-Ψάνης περπατούσε και ανατάραζε τις ρούγες καθώς τα άδεια βαζόγαλα μαζί με τα συρματένια του ρούχα εξέπεμπαν ένα δυνατό διαπεραστικό ήχο. Αντιμετώπιζε στωικά την όλη κατάσταση και έλεγε: «Τότε [εννοούσε το Δεκέμβρη του 1944] είχαμε το χέρι και το μαχαίρι μα δεν κόψαμε το πεπόνι. Τώρα τι έχουμε;»…

apdfΓια το βιογραφικό του συγγραφέα κάντε κλικ ΕΔΩ
Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές
Κριτικές («Η Εποχή», 4.1.2015)

[Από το λυκόφως στο λυκαυγές 1944-1959 – Κοινωνική ωρίμανση και πολιτική στράτευση, Θανάσης Καλαφάτης, Θεμέλιο, 2014, 192 σελ., ISBN 978-960-310-377-6]

KalafatisΌσα γράφονται στο βιβλίο του ιστορικού Θανάση Καλαφάτη με τίτλο: Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές 1944-1959, Κοινωνική Ωρίμανση και Πολιτική Συστράτευση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο δεν συνιστούν ένα ιστορικό βιβλίο, μια αυτοβιογραφία, αν και οι ιστορίες που καταγράφονται εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Αφορούν, όπως γράφει ο ίδιος ορισμένα στιγμιότυπα της ζωής του που αντλούνται από το παρελθόν, από τη νεανική του ηλικία. Στιγμιότυπα που σχετίζονται με τη ζωή στο μικρό νησί από το οποίο ο ίδιος κατάγεται την Λευκάδα. Από το βιβλίο δημοσιεύουμε το εισαγωγικό σημείωμα του Θανάση Καλαφάτη, τον Πρόλογο του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά και ένα απόσπασμα από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο:

«Οσα γράφονται εδώ δεν συνιστούν αυτοβιογραφία. Αφορούν μια ορισμένη περίοδο της ζωής μου, την παιδική και εφηβική ηλικία, από τα τέσσερά μου χρόνια ως τα δεκαοχτώ. Δηλαδή τη διαμόρφωση μου, ψυχική, πνευματική και πολιτική, έχοντας ως πλαίσιο αναφοράς την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή μιας μικρής επαρχιακής πόλης, σε ένα μικρό νησί του Ιονίου Πεγάλους στα χρόνια που δεν στάθηκαν για τη χώρα μας καθόλου εύκολα. Είναι η περίοδος 1944-1959. Είναι τα χρόνια που αρχίζει ο εμφύλιος πόλεμος και στη συνέχεια προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, να ξεπεράσει το μετεμφυλιακό βραχνά και να ξεφύγει από τις συνέπειές του. Είναι περίοδος που όσοι γεννήθηκαν στα χρόνια της Κατοχής προσπαθούν να κάνουν την υπέρβασή τους, είτε μέσα στη χώρα ζητώντας άλλες διαφυγές από την ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις κι από τις μεγάλες πόλεις στο εξωτερικό. Η μνήμη, καθώς διατρέχει τα γεγονότα από την απόσταση των 73 χρόνων, πιέζει ό,τι έζησα, ιδιαίτερα στα χρόνια της πικρής ενηλικίωσής μου, να εξωτερικευτεί και έτσι να απαλλαγεί από το βάρος τους. Όχι, δεν νιώθω ότι έρχομαι να καταγραφώ σε μια λίστα παλαιμάχων. Η ζωή και ο κοινωνικός αγώνας είναι εδώ.

Πολλοί φίλοι μου λένε πως είμαι ένας παλιάς κοπής αριστερός και άλλοι πως είμαι ένας ιστορικός εκτός συρμού αλλά επί της ουσίας. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου έναν πεισματάρη που έχει στρατευθεί στο δικό του κοινωνικό αγώνα, υπηρετώντας πάγιες και καθολικές αρχές της κοινωνικής αλλαγής.

Γνωρίζω καλά ότι αυτά τα στιγμιότυπα καθώς αναπηδούν από μέσα μου δεν είναι άφιλτρα ή δεν έχουν αποδοθεί όλα σωστά ή απεικονίζουν την πραγματικότητα χωρίς να είναι αγκυρωμένα σε σταθερό χωροχρόνο. Ίσως να μην έχει τόση σημασία, θα έλεγα, να αφήνω τις μνήμες μου με τα κενά τους. Δίνω μερικές προεκτάσεις των γεγονότων με σκοπό να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου και την εποχή μου» (Θανάσης Καλαφάτης).

«Ο φίλος και συντοπίτης μου Θανάσης Καλαφάτης είναι ένας από τους ευπρεπέστερους μελετητές της οικονομικής ιστορίας. Από τα πλείονα έργα θα αναφερθώ μόνο στην πραγματεία του για τον Οικονομικό Μετασχηματισμό στην Β.Δ. Πελοπόννησο στα τέλη του 19ου αιώνα και την καίρια συμβολή του στην οικονομική ιστορία. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για την οικονομική ιστορία: πρόκειται για τον πατριδολάτρη. Στη μικρή του πατρίδα έχει αφιερώσει πολλά γραπτά του, που αφορούν την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Ενδεικτικά αναφέρω την ενασχόλησή του με την ιστορία του αλατιού, με την απήχηση των Μακρακιστικών ιδεών στη Λευκάδα και την ιστορία ενός αθλητικού συλλόγου που ήθελε ταυτόχρονα να είναι και πολιτισμικός, δηλαδή του Τυληκράτη Λευκάδας.

Το βιβλίο στο οποίο εισάγουν οι λίγες αυτές γραμμές είναι καταστάλαγμα μιας νοσταλγίας χωρίς εξωραϊσμούς, μιας νοσταλγίας γλυκόπικρης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε μεγάλο βαθμό ανήκει σ’ ό,τι ονομάζεται αστικό φολκόρ. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό: πρόκειται για αφηγήσεις που τις συνδέει ένα σταθερό νήμα, αφηγήσεις κοινωνικής ιστορίας. Ακόμα οι αφηγήσεις αυτές συνιστούν μια αυτοβιογραφία με τομή τη μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, μετάβαση σημαδεμένη από την τραγική οικογενειακή ιστορία του συγγραφέα. Εννοώ τον άδικο θάνατο του πατέρα του, αποτέλεσμα του ακραίου δογματισμού του κομμουνιστικού κινήματος. Επιπρόσθετα δείχνουν την πρώιμη πολιτική ωρίμανση παιδιών που υπέστησαν τη δυστυχία της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και άγγιξαν το σύνορο της πείνας και της αποβιταμίνωσης όταν η μία ή η άλλη δεν τα οδήγησαν στο θάνατο. Αυτές οι γλυκόπικρες ιστορίες με το χιούμορ, που πολλές φορές από δαύτες διατρέχει, επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις. Δεν θα συνιστούσα εκείνη που αφορά τη λογοτεχνική τους αξίας: θα συνιστούσα εκείνη που τις καθιστά μια ιδιότυπη μορφή ιστοριογραφίας. Και τούτο γιατί η ιστορία έχει πολλά και κάποτε αναπάντεχες γραφές» (Σπύρος Ασδραχάς).

Το μπαζ

Το Μπαζ ήταν ένα παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πήλινες, γυάλινες ή σιδερένιες μπίλιες (σφαιρίδια). Τις μπίλιες τις αγοράζαμε από τον Κορομηλέο, τα περίπτερα και στις διάφορες γειτονιές από αυτοσχέδιους πωλητές ή πωλήτριες. Κοντά στην πρώτη αλάνα της Νεάπολης ήταν η θειά Λάιζα, που είχε μετατρέψει το ένα δωμάτιο από το μικρό ξυλοπηλόχτιστο σπίτι της σε πωλητήριο φθηνών παιχνιδιών για τα μικρά παιδιά. Ανάμεσα στα άλλα ήταν και οι μπίλιες για το παιχνίδι του μπαζ. Οι πήλινες μπίλιες (βώλοι) ήταν πιο φθηνές, ενώ οι γυάλινες πιο ακριβές· έτσι δημιουργούνταν δύο ομάδες μπαζ – οι παίχτες που έπαιζαν με πήλινες μπίλιες και αυτοί που έπαιζαν με γυάλινες. Οι παίχτες αγόραζαν μια ποσότητα, είκοσι με τριάντα μπίλιες, και κάθε φορά τοποθετούσαν σε μια ευθεία γραμμή πάνω στο χώμα τις πήλινες μπίλιες που συμφωνούσαν, π.χ. 4 παίχτες x 4 μπίλιες=16 μπίλιες. Ως πρώτη έβαζαν μια σιδερένια μπίλια, ήταν το μπαζ. Οι συμμετέχοντες ρίχνοντας ένα νόμισμα στον αέρα, κορώνα ή γράμματα, έπαιρναν τη θέση του πρώτου, δεύτερου, τρίτου και τέταρτου παίχτη.

Προσπαθούσαν στη συνέχεια, με σειρά προτεραιότητας, με μια δική τους σιδερένια μπίλια να πετύχουν, από μια απόσταση δέκα περίπου μέτρων, τις τοποθετημένες σε σειρά πάνω στο χώμα πήλινες μπίλιες. Ο παίχτης μόλις πετύχαινε τη σειρά κέρδιζε όλες όσες έκοβε δεξιά, ενώ όταν χτυπούσε την πρώτη σιδερένια μπίλια, το μπαζ (τη μάνα), τις κέρδιζε όλες. Όταν ο πρώτος δεν κέρδιζε όλες τις μπίλιες ή αποτύγχανε, συνέχιζε ο δεύτερος για να χτυπήσει τις υπόλοιπες, έπειτα ο τρίτος και ούτω καθεξής.

Η ίδια διαδικασία γινόταν και με την ομάδα των παιχτών που έπαιζαν με γυάλινες μπίλιες. Έτσι διαμορφώνονταν δύο ομάδες: οι ισχυροί που διέθεταν τις πιο ακριβές μπίλιες, τις γυάλινες, και οι πληβείοι που διέθεταν τις φτηνότερες, τις πήλινες. Το ενδιαφέρον όμως βρισκόταν στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Μια γυάλινη μπίλια άξιζε όσο δέκα πήλινες, έτσι όποιος από την ομάδα των πληβείων κέρδιζε τις πιο πολλές πήλινες μπίλιες, τις αντάλλασσε με γυάλινες από εκείνον που είχε χάσει από την ομάδα των ισχυρών. Έτσι είχαμε μια άνοδο στην ανώτερη ομάδα και μια κάθοδο στη χαμηλότερη. Το παιχνίδι για τόσο μικρά παιδιά απεικόνιζε τις κοινωνικές διαφορές των μεγάλων και τις συνέπειες των τυχερών παιχνιδιών. Έτσι οι κερδισμένοι της χαμηλής ομάδας αποκτούσαν μια ψευδαίσθηση ότι ανέβαιναν πιο ψηλά και οι χαμένοι της ισχυρής ομάδας θεωρούσαν ότι κατέβαιναν σε ένα επίπεδο που δεν τους αντιπροσώπευε.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>