Μπουρλοτισμένα λαβράκια
Μπουρλοτισμένα λαβράκια
Στρείδι στο βράχο
η αταβάνωτη κάμαρα,
το τραπέζι και ο σοφάς στο παραθύρι,
μέρα και νύχτα λιγοστό το φως.
Στο γυμνό πάτωμα καταμεσής
η σκουριασμένη λαμαρίνα
κι απάνου φόκο, πυροστιά και πήλινο τσουκάλι.
Στο αστικό ράφι τώρα αγναντεύω
σκονισμένες αλλοτινές μνήμες.
Πλάι στη φλόγα σωρός
μπουρλοτισμένα λαβράκια.
Κάποιος με τη ψυχή στο στόμα
μπουκάρισε και ψέλλισε μαντάτο:
Χωροφύλακες!
Κι ο τρόμος έσκιαξε μεμιάς τα πρόσωπα τριγύρω.
Μεσ’ το σάστισμα κοσί
ζαλώνεται της ρίγας το σακί στην αδύνατη πλάτη,
σαλτάει δυο – δυο τα σκαλιά
στη πέτρινη εσώσκαλα,
διαβαίνει απ’ το πορτάκι κάτου απ’ το καβαλάρη,
στον πέτρινο κήπο
κι απέ στη σπηλιά του κάτοικα
καταχωνιάζει ψάρια και τρόμο αντάμα.
Μεσ’ τις οσμές των κουτσουλιών
λούφαξε η ψαρίλα,
ως να διαβούν τα όργανα.
Α ρε μάνα!