Χριστούγεννα του 1931: «Προσέξατε τον πεινώντα λαόν»… | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Δεκ 24th, 2017

Χριστούγεννα του 1931: «Προσέξατε τον πεινώντα λαόν»…

κριση

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1930: Χριστούγεννα του 1931. Η παγκόσμια συντονισμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση που είχε ξεκινήσει το 1929 γίνεται αισθητή πλέον και στη χώρα μας, όπως και στον μικρό μας τόπο, τη Λευκάδα. Η ραγδαία φτωχοποίηση του λαού, που καλείται πάντα να πληρώσει το «μάρμαρο», βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα μέτρα και ο βαθμός εκμετάλλευσης εξάντλησαν και έφεραν σε απόγνωση την εργατική τάξη, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του κόσμου να πεινάει κυριολεκτικά. Αναζητούνται συνταγές, με στόχο την πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης της συνείδησης του κόσμου και της ενσωμάτωσης της λαϊκής αγανάκτησης.

Όλες οι προτροπές έχουν κοινή συνισταμένη: «Προσέξατε τον πεινώντα λάον». Πολύ περισσότερο μάλιστα που η ύπαρξη την εποχή εκείνη της ΕΣΣΔ φαίνεται να αποτελούσε τον φωτεινό φάρο για τους εργαζόμενους όλων των χωρών του κόσμου. Έπρεπε, λοιπόν, να πάρουν τα μέτρα τους όλοι κείνοι «οι οποίοι τρέμουν το φάσμα του κομμουνισμού και επικροτούν όλα τα εναντίον αυτού μέτρα του Κράτους». Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα αναφορικά με την εποχή εκείνη, αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, είναι εμφανείς οι παραλληλισμοί με την σημερινή εποχή. Να σημειώσουμε μόνο ότι τελικά η κρίση ξεπεράστηκε τότε με πόλεμο, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

κριση 2

Ανατρέχοντας στον τοπικό τύπο για τα Χριστούγεννα του 1931, πέσαμε πάνω σε ένα άρθρο της Αθηναϊκής εφημερίδας «Η ΗΜΕΡΑ», περικοπές του οποίου αναδημοσιεύει λευκαδίτικη εφημερίδα με τίτλο «Προς Θεού, θα στιγματίση το Έθνος μας ο δίσκος της επαιτείας περιφερόμενος εις αφαιμάσοντας – Δια τους εργάτας τιμή και ανακούφισις πάντοτε η εργασία», με τον συντάκτη της άλλοτε να συμφωνεί και άλλοτε να διαφωνεί με τις παρατηρήσεις του εξ Αθηνών συναδέλφου του, ο οποίος έγραφε (οι επισημάνσεις στο κείμενο δικές μας):

«(1) Ο κ. Πρωθυπουργός (σ.σ. ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος) ομιλών εις τον «Παρνασσόν» ηθέλησε να βεβαιώση, ότι δεν υπάρχουν εδώ «πλούσιοι» αλλά εύποροι μόνον. Είνε μία αντίληψίς του. Πρώτη πλουσία είνε η σύζυγός του, βαθύπλουτος, δισεκατομμυριούχος, αδιάφορον αν έχει τον πλούτον της εις την Αγγλίαν. Έχομεν πλουσίους, έχομεν ευπόρους πραγματικούς. Έχομεν ακόμη μίαν τάξιν ανθρώπων, οι οποίοι ζουν κατ΄ επιφάνειαν την ζωήν του ευπόρου ενώ μαστίζονται οι ίδιοι από την εικονικότητα της καταστάσεώς των. Και έχομεν πλήθη πτωχών, κόσμον ολόκληρον πεινώντων. Έναντι αυτών οφείλομεν να αισθανθώμεν όλοι οι πλούσιοι πρώτον, εκείνοι οι οποίοι τρέμουν το φάσμα του κομμουνισμού και επικροτούν όλα τα εναντίον αυτού μέτρα του Κράτους, τας υποχρεώσεις μας. Απειλούμεθα και πρέπει να σωθώμεν. Δεν πρόκειται περί αυτού. Αλλ΄ αν η απειλή δεν είνε σήμερον αρκετά μεγάλη, τίποτε δεν αποκλείει η καταιγίς να επέλθη εις μίαν στιγμήν.

(2) Αλλ΄ η καταιγίς αυτή δεν θα πλήξη μόνον τους πλουσίους. Θα πλήξη όλους. Το Κράτος, το Κεφάλαιον, την Εκκλησίαν, την Κοινωνίαν, τας επιχειρήσεις. Το Κράτος δεν είνε δυνατόν να δηλοί αδυναμίαν παροχής βοηθείας. Έπειτα η Εκκλησία. Έχει χρήματα η Εκκλησία. Υπάρχουν χρήματα εις τους Ναούς. Και δεν ζητεί κανείς πολλά εκατομμύρια. Μπορεί, όμως, ν΄ απαιτήση από την Εκκλησίαν να ενθυμηθή τα μεγάλα διδάγματα του Χριστού, του Θεού, της αγάπης και της ελεημοσύνης, του Θεού, τους πεινώντας.

(3) Δεν τους ζητούμεν να διαμοιράσουν τας περιουσίας των. Τους ζητούμεν να δώσουν κάτι από το περίσευμά των. Αυτό δεν είνε θυσία. Είνε υποχρέωσις. Είνε καθήκον».

Ο συντάκτης της λευκαδίτικης εφημερίδας, αφού αναγνωρίζει τα πλούτη της κ. Βενιζέλου, «διότι και τοις πάσι γνωστόν τυγχάνει ότι οι γονείς της κ. Βενιζέλου δι΄ εντίμου προπολεμικής εργασίας, έχουν καταθέση εις τας Αγγλικάς τραπέζας τόσα όσα αδυνατούν να υπολογίσουν οι πλέον μαθηματικοί», αναφέρεται στη συνέχεια στις φιλανθρωπικές αγαθοεργίες της συζύγου του πρωθυπουργού «ας αδυνατεί και πας τις ν΄ απαριθμήση, μαρτυρούν όμως και εις τον πλέον κωφόν και μονόφθαλμον τα εν Αθήναις πλείστα ως και εις τας μεγαλουπόλεις φιλανθρωπικά ιδρύματα…».

Για την δεύτερη παρατήρηση που αφορά την υποχρέωση της Εκκλησίας να βοηθήσει τους πτωχούς γράφει: «Τι; δύναται να αναμένη ο θνήσκων λαός εκ της πείνης από την εκκλησίαν, αφού όλα εν γένει τα ιερά εκρατικοποιήθηκαν και το μόνον όπερ εις την εκκλησίαν απέμεινεν είνε το κρυφομουρμούρισμα των πηγών που σιγοκλέουν την επίθεσιν και επιδρομήν εναντίον των Μοναστηρίων…».

Τέλος, απευθύνει, μεταξύ άλλων, προς το συντάκτη της Αθηναϊκής εφημερίδας το εξής ερώτημα:

«Τί βοήθειαν να αναμένουν οι σήμερον εκ πείνης θνήσκοντες τίμιοι εργάται, υπερασπισταί εν παντί του Έθνους, από εκείνους οίτινες εις όλας τας ιεράς προσπαθείας του εργάτου δια το Έθνος, αναισχύντος εθησαύριζον όχι μόνον αλλά και παραπαίοντες εκ της ανυπολογίστου αρπακτικής επιδεξιότητος των τρομερών ενστίκτων των προς μυθικήν αθέμιτον συγκομιδήν του Δημοσίου χρήματος το αίμα αυτό του Τιμίου Εργάτου απερώφον, αλλά και την παραμονή του στα σύνορα ότε το στήθος ο τίμιος εργάτης προέτασεν εναντίον του αντιπάλου του Έθνους, εκαιροφυλακτούσαν ίνα επιχειρήσουν τα πάντα θαρρούντες, ότι ηδύνατο και την οικογενειακήν τιμήν του εργάτου να ιεροσυλήσωσιν. Τί απ΄ αυτούς να δεχθή ο πεινασμένος λαός; Ελεημοσύνη;!…».

(Φωτό: Πεινώ, αναζητώ παντός είδους εργασία, γράφει στα γερμανικά το πλακάτ, που κρατάει εργαζόμενος την εποχή εκείνη).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>