Του φιλόλογου-ερευνητή Σπύρου Σούνδια: Η σημασία των Σκάρων στην περιοχή – Γραπτή παρέμβαση στο τριήμερο του Συλλόγου Φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός» – Πρώτο Μέρος | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Του φιλόλογου-ερευνητή Σπύρου Σούνδια: Η σημασία των Σκάρων στην περιοχή – Γραπτή παρέμβαση στο τριήμερο του Συλλόγου Φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός» – Πρώτο Μέρος

ο φιλόλογος, συγγραφέας και ερευνητής του τόπου μας Σπύρος Σούνδιας

Το πιο κάτω κείμενο αποτελεί γραπτή παρέμβαση του συχωριανού μας φιλόλογου και ερευνητή Σπύρου Σούνδια στο τριήμερο των εκδηλώσεων «Είδαν τα μάτια μας γιορτές» του Συλλόγου Φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός». Ο κ. Σούνδιας δεν κατέστη δυνατόν για «λόγους ανωτέρας βίας» να παρευρεθεί αυτοπροσώπως στις εκδηλώσεις και έτσι η πιο κάτω εισήγησή του για τη «σημασία των Σκάρων στην περιοχή» διαβάστηκε από το συχωριανό μας Ευγένιο Μανωλίτση, μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας των Απανταχού Λευκαδίτικων Συλλόγων.

Κυρίες και Κύριοι

Οι Σκάροι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι το κατ” εξοχήν παραδοσιακό δάσος της Λευκάδας. Για κανένα άλλο βουνό του νησιού δεν έχει δειχθεί από τα παλιά τόσο ενδιαφέρον και δεν έχει δοθεί τόση σημασία, όση γι” αυτό. Η πλούσια βλάστησή του, η πολλαπλή του ωφελιμότητα, το ήπιο του κλίμα, γιατί ποτέ δεν κρατάει χιόνι και το καλοκαίρι είναι δροσερό για το πράσινό του και τα μελτέμια, που φέρνει από τον Αμβρακικό και το Βάλτο ο βοριάς.

Στα πόδια του λιμάνια ασφαλή, απρόσβλητα από από τις μεγάλες τρικυμίες, μέσα στην ειδυλλιακή λιμνοθάλασσα προσδιορισμένη από το Ξηρόμερο, τον Κάλαμο και το Μεγανήσι ως το Τράπανο, όπως το γράφει στο βιβλίο του «Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας» ο Νίκος Βαγενάς, και τον Αυλέμονα, έδωσαν τη δυνατότητα για το εμπόριο πολύ ενωρίς. Για τούτο η περιοχή αναπτύχθηκε, ώστε να κυλίονται στα πόδια του οι πρωτεύουσες του νησιού από τα πανάρχαια χρόνια: Το βασίλειο του Οδυσσέα, κατά τον Νταίρπφελντ, η Νήρικος που έζησαν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, ώσπου να αλλάξουν οι τρόποι ζωής και του πολέμου και οι Ορσίνοι να φκιάξουν το Κάστρο και να μεταφερθεί εκεί η πρωτεύουσα και δίπλα στην Αμαξική.

Και στη νέα της θέση η Πρωτεύουσα, αφού η απόσταση δεν είναι μεγάλη, ασκούσε τις επιδράσεις της καλές και κακές. Ήταν μια ημιαστική σχέση, που οι λεπτομέρειες δεν είναι δυνατόν να απαριθμηθούν, παρά μόνον με τους όρους «γειτνίαση και αναγκαιότητα». Φτάνει μόνον ότι δέχονταν τους ασυμβίβαστους της πολιτικής και της διοίκησης και έτρεφε κινήματα και επαναστάσεις.

Από τα μοναστήρια των Σκάρων ξεκίνησε το κίνημα του 1819, όπου κρεμάστηκε ο παπά Φίλιππος Κολυβάς και καταδικάστηκε ο Σπύρος Σέρβος, που είχε σχέση με το ιερατείο του Αλεξάνδρου.

Στα 1806-1807, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκούσε το νησί, η περιοχή υπήρξε κέντρο αντίστασης από ντόπιους και ξένους με προεξάρχοντα τον μητροπολίτη της Άρτας Ιγνάντιο. Τετρακόσιους αρματολούς αναφέρει ο Βαλαωρίτης και ο Δημοσθένης Κουνιάκης, όπου και η αναμνηστική στήλη στο Μεγεμένο. Ο Μαχαιράς αξιολογεί το γεγονός σαν έναρξη της Επαναστάσεως τότε με την παρόρμηση του Καποδίστρια και τον όρκο των Οπλαρχηγών.

Στα χρόνια αυτά ως το 1821 στους Σκάρους και τα μοναστήρια προετοιμάστηκε πεισματικά και ανδρώθηκε η Επανάσταση από τον κλήρο, τους εντόπιους ασυμβίβαστους και τους ξένους, που κατέφευγαν εκεί διωκόμενοι. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και δεν θα το διεξέλθω λεπτομερειακά, αναφέρω μόνον επιγραμματικά μερικά ονόματα. Στάθης Κατσαρός, δεξί χέρι του Μαυροκορδάτου, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και χάθηκε στην Σφακτηρία πολεμώντας εναντίον του Ιμπραήμ, Παναγιώτης Βλαχάκης, Γεώργιος Κονδυλάτος, Γιάννης Βλάχος (είχε λάβει μέρος και στα Ορλωφικά), Αντώνιος Βρεττός, Παπαγιάννης Σούνδιας, εντόπιοι, Γριβαίοι, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Παλιογιανναίοι (Δημήτρης, Χρήστος, Νικολός), που κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά κατέφευγαν κατά καιρούς και φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και πολλοί άλλοι.

Η πιο σημαντική αναφορά για τους Σκάρους είναι εκείνη από τον Ανδεγανό Βαλτέριο ύστερ” από εντολή του πάπα Κλήμη του ΣΤ”, γιατί ο ανδεγανικός οίκος (Ανζού) κυριάρχησε τότε στο Βασίλειο της Νεάπολης υπό την επικυριαρχία όμως της Παπικής Εκκλησίας, για την παράδοση του νησιού στον Γρατιανό Τζώρτζη. Στην παράδοση αυτή αναφέρεται το δάσος των Σκάρων. Οι ανασκαφές όμως του Νταίρπφελντ στη νότια πλευρά του δάσους έδωκαν ευρήματα που μαρτυρούν ότι η ζωή έσφυζε περίγυρά του ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους.

Το βουνό δασωμένο και περίγυρά του κατάφυτα παρείχε την εγγύηση για τη ζωή. Η κτηνοτροφία από τις πρώτες μορφές της οικονομικής ανάπτυξης (Παλαιά Διαθήκη) εξελίχτηκε εδώ πολύ πρώιμα. Στις ράχες του έζησαν χιλιάδες ζωντανά από την αρχαιότητα ως σήμερα. Στη περίοδο του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα γνωρίζουμε ότι οι Σκάροι έτρεφαν κάθε χρόνο γύρω στα 8000 γιδοπρόβατα, που ήταν σημαντικός οικονομικός παράγοντας.

Με αυτές τις προϋποθέσεις έγιναν οι δύο Παλιοκατούνες, χωριά που δημιουργήθηκαν στο μεσαίωνα, όπως η ετυμολογία τους το λέει. Η μία ευρίσκεται στη μικρή πεδιάδα, ψηλότερα του Νυδριού και η άλλη στη Βόρεια πλευρά των Σκάρων, κοντά στους Αγίους Πατέρες. Του οικισμού αυτού σώζονταν ερείπια και γνωρίζομε ότι ήταν χριστιανικό κοινόβιο των πρώτων χριστιανικών χρόνων και ο μεταβατικός σταθμός από τη Νικιάνα προς τα ενδότερα, όταν τα παράλια δέχονταν τις πειρατικές επιδρομές, τις μαρτυρημένες ιστορικά.

Το χωριό Αλέξανδρος πήρε το όνομά του, από το ιερό όνομα ενός των Αγίων Τριών Πατέρων που άθλησαν στην περιοχή και αγωνίστηκαν για την εμπέδωση του Χριστιανισμού μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.). Το ότι υπήρχε ζωή στην περιοχή και μάλιστα οργανωμένη το μαρτυρεί η ιστορία με πολλά δεδομένα. Οι δύο αυτές παλιοκατούνες και οι περίγυρά τους οικισμοί ζούσαν από την γεωργία και την κτηνοτροφία κυρίως. Οι Σκάροι είναι η αναφορά τους, όπου σαν πλούσιος λειμώνας, τους συγκρατούσε και τους ζούσε. Και σήμερα ακόμη, παρά την αλλαγή των συνθηκών ζωής, μπορούν ακόμα και παρέχουν εναλλακτικές λύσεις για την ανάπτυξη.

Και στο εμπόριο συνέβαλαν αποφασιστικά σε όλο το διάστημα της ιστορίας του νησιού, γιατί τα γερά τους ξύλα ήταν περιζήτητα και τροφοδοτούσαν τα καρνάγια για την επισκευή και την κατασκευή πλοίων, που ποτέ δεν σταμάτησαν, όπως προείπαμε, να προσεγγίζουν τα όμορα λιμάνια της περιοχής μεταφέροντας πλούτο και ιδέες. Αυτό μας λέει ο Όμηρος, οι Κορίνθιοι, που κατέλαβαν το νησί από τον 7ον π.Χ. αιώνα, οι Αθηναίοι, οι Ρωμαίοι, οι Ενετοί, οι Άγγλοι και πληθώρα άλλων ναυτικών ναών και τυχοδιωκτών, που πέρασαν σαν κατακτητές και άρπαγες απ” αυτόν τον τόπο. Όλοι αυτοί έστρεψαν την προσοχή τους στους Σκάρους και όλοι ενδιαφέρθηκαν για το δάσος αυτό, όχι τόσο από αισθησιασμό και ρομαντισμό, γιατί και αυτό το παρέχει, όσο για για να προμηθεύονται τα ξύλα για τα πλεούμενά τους.

Και παρά το πέρασμα των αιώνων που αλλάζουν τους τρόπους και τη συμπεριφορά της ζωής, η δύναμή του μένει ακατάλυτη. Με τη δροσιά και την ομορφιά των ακτών που συνάζει τους θαυμαστές και προσπορίζει την οικονομική δυνατότητα στους κατοίκους της περιοχής. Έτσι από την Λυγιά ως το Νυδρί, γιατί και η Κατούνα ανήκει στη γεωγραφική προέκταση των Σκάρων, παρουσιάζεται η πιο αξιόλογη τουριστική κίνηση στο νησί και τα σημαντικότερα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ιδιαίτερα στου Μαγεμένου, του Μαγγανά ως το Περιγιάλι, κάτω από την επιβλητική του παρουσία και υπόσχεται πως τουρισμός δεν είναι μόνο θάλασσα, αλλά ότι και αυτό έχει πολλές δυνατότητες, με λίγο ενδιαφέρον των υπευθύνων.

Η περιδιάβασή του μας δίνει ποικίλες ονομασίες από την αρχαιότητα ως σήμερα βλάχικες, σλαύικες, τούρκικες, αρβανίτικες κ.ά. Εδώ στην ακύμαντη γαλήνη του γράφεται η ιστορία του νησιού έστω και συντομογραφικά. Στο φάο (ασυνείρετος δωρικός τύπος της λέξεως φως). Είναι από τις ψηλότερες κορφές του στα ανατολικά όπου στην πρώτη ανατολή δέχεται τις αχτίνες του ήλιου, που σκάνε από τα Ακαρνανικά. Νεράιδα, μέρος αδιάβατο από παρθένα βλάστηση. Αρχαίο πηγάδι, βράβαρη από το λατινικό braebantum, γη δασώδης, ζούμπερη, στρούγγα, Αλάχικο πηγάδι, παλιοβοροί, κελάκια, τσούμα, τσέργιανη και στέργιανη τόπος κατάφυτος, Ζάβιτσα, Φιο, Μουσταφά, Τουρκόλυμπα, Μουζάκι, Κατούνι κ.ά.

Όλες αυτές οι ονομασίες δείχνουν ένα ποιμενικό σταυροδρόμι, που στάθηκε εκεί η ζωή από τα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια. Και ακολουθούν οι Βλάχοι. Εισβάλλουν ειρηνικά στη Λευκάδα σαν ποιμένες κατά τον 13ο και 14ο αιώνα από τα χειμαδιά του Αμβρακικού, της Πούντας και του Ξηρομέρου, που κατέβαζαν τα πρόβατά τους. Εγκαθίστανται σε πολλά μέρη του νησιού και στον Αλέξανδρο, που τους ήταν πρόσφορος ο τόπος.

Οι Βλάχοι είναι γνωστοί στο Βυζάντιο από τον 10ο αιώνα, όπου ο στρατηγός Κεκαυμένος κάνει λόγο στο έργο του «Στρατηγικόν» γραμμένο στα 1059, όταν είχε έλθει σε σύγκρουση με αυτούς στην Πίνδο και τη Θεσσαλία, ύστερα Μεγάλη Βλαχία.

Οι Τούρκοι (1479-1684) που θα ακολουθήσουν έδωκαν μεγάλη έμφαση και ενδιαφέρον για το δάσος. Έκαμαν σημαντικά έργα για την προστασία του, τη μάστευση των νερών και τη δημιουργία νέων πηγαδιών για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Είχαν ακόμη ειδικούς ανθρώπους, που επέβλεπαν τα άλογά τους, που έτρεφαν στο βουνό (αλογομάντρα) για το ιππικό τους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε ο Μουσταφά Πασάς, που ακόμα και σήμερα μια περιοχή του βουνού φέρει το όνομά του. Κάποιος από τους πολλούς άρχοντες του νησιού με το όνομα αυτό που πέρασαν στα 205 χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης, πιθανότατα ο διοικητής του νησιού, που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη το Μάρτιο του 1615 για το καδιλίκι της Λευκάδας, μια που το νησί δεν ήταν Πασαλίκι, αλλά καζάς, δηλαδή επαρχία, όπως γράφει ο Γιάννης Γιαννόπουλος στην εργασία του «Διοικητική διαίρεση της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας στη Τουρκοκρατία». Ακόμα γνωρίζουμε ότι ο Μουσταφάς αυτός είχε φιλικές σχέσεις με τον Καμπέρ Αμούσιαγα Ζουρδή του Μαργαριτίου (1602-1622) και τους διαδόχους του και τότε εγκαταστάθηκαν στη Λευκάδα οι Καμπέρηδες που τους συναντάμε με σημαντικές περιουσίες και στον Αλέξανδρο. Και η Μουζακιά, το σημερινό Μουζάκι στην ανατολική πλευρά των Σκάρων, κτήματα καλλιεργήσιμα σήμερα και ελιές, είναι περιοχή που αναπτύχθηκε επί τουρκοκρατίας από τούρκικες οικογένειες, που ήλθαν από την περιοχή του Μαργαριτίου. Εκεί έφτασαν οι αλβανικές οικογένειες από την περιοχή του Αώου μαζί με άλλες αλβανικές φάρες τους Μαζαρακαίους, τους Ζενεσισαίους, τους Αλκάδιους πιεζόμενοι από τον 14ο αιώνα από τους Τούρκους και με το χρόνο εξισλαμίστηκαν και πέρασαν στη Λευκάδα.

Ο Αχμέτ Βέης, που τον διαδέχεται, μεταβιβάζει το 1662 τα δικαιώματά του σε μεγάλο μέρος των Σκάρων στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Η Μουζακιά, τα κτήματα της Τούρκας στο Μαγγανά και άλλα τα γνωρίζουμε από συμβόλαια και διαμάχες του μοναστηριού με τους κατοίκους της περιοχής για ιδιοκτησία αργότερα, όταν τους Τούρκους διαδέχονται οι Ενετοί.

Η αναφορά του Στάθη Μαρίνου γραμμένη στα 1623 στη Νεάπολη της Ιταλίας και σταλμένη στο δούκα του Νέβερ για να τον προτρέψει να εκστρατεύσει κατά των Τούρκων, που κατείχαν τότε το νησί και να το ελευθερώσει, όπως την δημοσιεύει ο Παναγιώτης Χιώτης γράφει: «Αυτό το νησί είναι ευφορότατο σε κάθε είδους τρόφιμα· σιτάρι, κρασί, βρώμη, κεχρί, φρούτα, λάδι, αγελάδες, γίδια, παχείς χοίρους, θηράματα κάθε είδους, δάση με ξυλεία αρκετή για την κατασκευή πλοίων, γαλερών, φορτηγίδων κ.ά.». Μαρτυρείται έτσι ότι υπήρχαν στο νησί ταρσανάδες, που κατασκεύαζαν μικρά και μεγάλα πλοία. Για τούτο έδιναν μεγάλη σημασία στα δάση, ιδιαίτερο στο αιώνιο δάσος των Σκάρων.

Η μαρτυρία έρχεται και από το χρονικό των Τόκκων, όταν ο Κάρολος ο Α” (1372-1429) για να αντιμετωπίσει τους Αλβανούς και τους Τούρκους (1395-1415) έκαμε βάση εξόρμησης τη Λευκάδα: «Ο Δούκας εδυνάμωνε, πάντοτε ανεβαίνει εις αυθεντίαν, δύναμιν της γης και της θαλάσσης. Γαλιότες έκαμε πολλές,κάτεργον είχε μέγα ομοίως και άλλα πλευτικά, άλογα να βαστάζουν και πάντοτε εκούρσευε και πάντοτε εκέρδα». στ. 476-481, και αλλού «Άρχοντες αρχοντόπουλα εκ του δουκός την ρόγα πολλά γαρ εσυνάχτηκαν εις τον καιρό εκείνο. Κάτεργα εδιόρθωσεν και πλευτικά ομοίως να στέκουν πάντα έτοιμα εις την Αγίαν Μάυραν» στ. 827-831.

(Συνεχίζεται…)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>