Σκόρπιες μνήμες… (της Ρούλας Κτενά) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Σκόρπιες μνήμες… (της Ρούλας Κτενά)

29_kolivata_alexandrou

Της Ρούλας Κτενά

Ήταν αυτό που λέμε ψηλοτάβανο, αν και δεν ξέρω πώς ένα σπίτι είναι ψηλοτάβανο όταν δεν έχει ταβάνι. Η κεραμοσκεπή περίτεχνα δουλεμένη και τα κόκκινα κεραμίδια τοποθετημένα στην σειρά στηρίζονταν σε ξύλινα καδρόνια και τάβλες.

Όταν ο καιρός χάλαγε τα κεραμίδια,τα έσερνε ο Θανάσης με τον φίλο του τον Γιώργο, όπως και τα κεραμίδια στα υπόλοιπα σπίτια του χωριού. Βλέπεις, ήταν μαστόροι στο σύρσιμο1 οι δυό φίλοι, όπως ήταν και στα χωρατά και όλοι τους αγαπούσαν και τους προτιμούσαν για τις σκεπές τους.

Καδρόνια πελεκημένα στο χέρι και καβαλάρηδες ήταν το ταβάνι του. Σάν άκουγα καβαλάρηδες, έψαχνα ψηλά να δω άλογα να τρέχουν στην σκεπή και καβαλάρηδες να τα ιππεύουν…. φαντασία μου πλανεύτρα….

Η κεντρική πόρτα οδηγούσε στο πόρτγο2 όπου και όλα τα ενδιαφέροντα του σπιτιού.

Ένα ντιβάνι στην γωνία …. όπου κοιμόταν ο μεγάλος3…, το τραπέζι που έτρωγαν οι γονείς και οι επισκέπτες τις καλές4 μέρες, το παραγώνι5 στην άλλη γωνία που μας πρόσφερε την απαιτούμενη ζεστασιά…..από μπροστά, γιατί από πίσω, οι πλάτες πάντα δροσερές έμεναν… κι όλο να μας φωνάζουν να μην πυρώνουμε τα πόδια γιατί θα βγάλουμε φορδακλάδες6.

Και στην κατακόκκινη θράκα, να μοσχοβολούν οι προμάδες7 που σαν τις έβρεχες με λαδάκι και κρασί, ανασταίνονταν και οι αποθαμένοι..

Στην αριστερή πλευρά δυό κάμαρες, η μία για την βαβά8 μας και η άλλη για τον πατέρα και την μάνα. Οι υπόλοιποι, στρωματσάδα9 σαν έρχονταν η ώρα του ύπνου.

Τα τραμέτζα10 με λάσπη, σπάρτα και καλάμια, πάντα ασβεστωμένα και καθαρά ενώ ο εξωτερικός τοίχος πέτρινος, βασταγερός11.

Το ξύλινο πάτωμα, επέτρεπε στον αέρα απ΄ το κατώϊ να περνά και να παίζει με τις κουρελούδες ανασηκώνοντάς τες σε χορευτικές φιγούρες.

Έξω, το μικρό χαγιάτι σκεπασμένο από την κληματαριά, πρόσφερε σκιά και δροσιά τις μέρες του καλοκαιριού.

Από κάτω, η αυλή που δέναμε την φοράδα μας να ξεκουραστεί σαν γύριζε από το χωράφι φορτωμένη, το μέρος12 και το κατώι χωρισμένο στον μπλοκό13 και στο μέρος όπου φυλάγονταν τα ξύλινα βαρέλια με το κρασί και η πύλα με το λάδι της χρονιάς.

Μεζονέτα όπως θα λέγαμε σήμερα, το σπίτι ήταν κληρονομιά της μάνας. Γονείς δεν γνώρισε μα, ήταν κληρονόμα, μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι.

Δωμάτια πολλά δεν είχε το σπίτι, ζούσαν όμως εκεί δέκα νοματέοι14 κατά καιρούς και περισσότεροι.

Οχτώ παιδιά απέκτησαν, ο Θανάσης και η Διαμάντω…τα ζωντανά μόνο μετράω..και αντιλαλούσε το χωριό τα καλοκαίρια σαν ξεχύνονταν στους δρόμους μαζί με τα παιδιά των γειτόνων.

Όλο το χωριό, μια γειτονιά ήταν, μια οικογένεια, μια παρέα μια αγκαλιά! Άλλες εποχές! Όλοι μοιράζονταν τις ίδιες έγνοιες, τις ίδιες χαρές, τις ίδιες λύπες, είχαν τα ίδια όνειρα…

Και τα βράδυα του καλοκαιριού, όταν η πιτσιρικαρία χάλαγε τον κόσμο, οι μεγάλοι μαζεύονταν να μιλήσουν για τις δουλειές τους, να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να μοιραστούν ιστορίες και ανέκδοτα, να πειράξουν ο ένας τον άλλο.

Σάν χειμώνιαζε όμως, οι συγκεντρώσεις γίνονταν ολιγομελείς και μοιράζονταν από σπίτι σε σπίτι. Τότε, οι μεγάλοι μιλούσαν και οι μικροί τους άκουγαν με ανοιχτά τα στόματα μέχρι να νιώθουν τα μάτια να βαραίνουν.

Άλλες φορές κάναμε τραμπάλα σε μια αυτοσχέδια κούνια αποτελούμενη από ένα χοντρό σχοινί, που κρέμονταν από τον καβαλάρη του σπιτιού. Σάν τώρα θυμάμαι να με σπρώχνει ο μεγάλος και να ανεβαίνω ψηλά, πάνω απ΄ το ντουλάπι με τα πιατικά. Κι όλο να φοβάμαι και να σφίγγεται το στομάχι, κι όλο να φωνάζω πιο ψηλά, πιο ψηλά… πουλί χωρίς φτερά, να πετώ ψηλά ως την σκεπή…

Να, και η γάτα μας που βολευόταν μόνο στον μπότη15 και όλο την κυνήγαγε η Αναστασία με την σκούπα γιατί βρόμιζε το αλάτι.

Να, η Ζωή η μεγάλη μας, που γινόταν η μάνα όταν οι γονείς έλειπαν στις ελιές. Η Έλλη, ο Νικολής μας, η μικρή μας η Γιαννούλα, η αφεντιά μου, που όλο έκλαιγα και με παρηγορούσαν οι υπόλοιποι, ο μεγάλος μας ο Λουκάς που όλο με σήκωνε στους ώμους να φτάνω στον αριστολόγο16 που φύλαγε η μάνα το ψωμί.

Πάντα από το πλάνο έλειπε ένας, ο Σοφρώνης, ο ξενιτεμένος, που για πολλά χρόνια, μόνο ακουστά τον είχα.

Να, η βαβά μας που μας κυνήγαγε με το μπαστούνι να μην τρώμε το καρβέλι.

Να, το φεγγάρι, που ολοένα και τρυπώνει από τις γρίλιες.

Το σπίτι μας, το σπίτι που μεγάλωσα, το σπίτι που, εκτός από εμάς, κατοικούσε η αγάπη, η ξεγνοιασιά, η αθωότητα…

Ένα σπίτι που από τις χαραμάδες, έμπαιναν ο ήλιος, ο αέρας και ο θεός….
_________________________________________

Οι ερμηνείες,είναι όπως εγώ τις θυμάμαι.

1. Σύρσιμο: μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν για την επισκευή των κεραμιδιών της σκεπής

2. Πόρτγο: ο μεγάλος ανοιχτός χώρος του σπιτιού

3. Μεγάλος: ο μεγάλος αδελφός

4. Καλές μέρες: οι μέρες των γιορτών

5. Παραγώνι: τζάκι χωρίς καμινάδα

6. Φορδακλάδες: ονόμαζαν τις κοκκινίλες στα πόδια όταν ζεσταίνονταν πολύ από την φωτιά

7. Προμάδες: φρυγανισμένο ψωμί

8. Βαβά: η γιαγιά

9. Στρωματσάδα: στρωμένα ρούχα για ύπνο στο πάτωμα

10. Τραμέτζα: οι εσωτερικοί τοίχοι

11. Βασταγερός: ανθεκτικός

12. Mέρος: η τουαλέτα

13. Μπλοκός: ο χώρος που φύλαγαν το άχυρο και φιλοξενούσε το άλογο

14. Νοματέοι: άτομα

15. Μπότης: πήλινο δοχείο που αποθήκευαν χοντρό αλάτι

16. Αριστολόγος: ντουλάπι με σήτα που το κρεμούσαν ψηλά και φύλαγαν τρόφιμα

Κτενά Ρούλα

(Κοινοποιήθηκε από την συντάκτρια στην δημόσια ομάδα «Λευκαδίτικα Νέα» που διατηρεί η σελίδα μας στο fb)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>