Στη μνήμη του Κολυβιάτη λαϊκού ποιητή Τιμόθεου (Θέμη) Βρεττού (Πλιάτσικα) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Μαρ 21st, 2021

Στη μνήμη του Κολυβιάτη λαϊκού ποιητή Τιμόθεου (Θέμη) Βρεττού (Πλιάτσικα)

1_timotheos_vrettos

Όποτε μας έβλεπε, τώρα με τον κορονοϊό πιο αραιά, ερχότανε πάντα κατά πάνω μας με το χαρακτηριστικό του μειδίαμα, που για όσους δεν τον ήξεραν θα μπορούσαν να το εκλάβουν και ως ειρωνικό χαμόγελο. Έβαζε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και μας έδινε ένα από τα ποιήματά του που είχε πάντα μαζί του για δημοσίευση. Άλλοτε το κάναμε κι άλλοτε πάλι, λόγω της πληθώρας της ύλης και του περιορισμένου χρόνου, το αμελούσαμε.

Τελευταία, το φθινόπωρο που μας πέρασε, μας έδωσε γραμμένο σε ένα παλιό μπλε μαθητικό τετράδιο ένα πολύστιχο ποίημά του που κάλυπτε όλες τις σελίδες του τετραδίου, ύμνος για τα ορεινά χωριά του Αλέξανδρου Λευκάδας, στο οποίο εκτός των άλλων γίνεται μια εκτεταμένη αναφορά στα τοπωνύμια της περιοχής, με την παράκληση να του το επιστρέψουμε, όπως και κάναμε αφού πρώτα φωτογραφίσαμε τους στίχους. Βρίσκονται τώρα στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή που δεν έχουμε αυτή τη στιγμή πρόσβαση γιατί χάλασε το τροφοδοτικό…

Η γραφή του ήταν πυκνή και παντελώς ανορθόγραφη. Συνήθιζε να ενώνει τις λέξεις, καμιά φορά και για να εξοικονομήσει χώρο στο χαρτί, με αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε πολλές φορές στο διάβασμα, οπότε επανερχόμαστε στον ίδιο για να μας εξηγήσει τελικά τι γράφει, όταν το νόημα δεν πρόκυπτε από τα συμφραζόμενα. Έγραφε τους στίχους του σε κάθε λογής χαρτί που έπεφτε στα χέρια του ή τύχαινε, ίσως, να έχει πρόχειρο την ώρα της έμπνευσής του. Σε μεγάλες κόλλες αναφοράς μέχρι άλλες μικρότερες σκισμένες από τετράδια μικρά και μεγάλα, ακόμη και σε χαρτόνι.

Η θεματολογία των στιχουργημάτων του ποικίλει. Οι στίχοι του ασχολούνται τόσο με θέματα προσωπικά-αυτοβιογραφικά, αλλά και άλλα κοινωνικά, λαογραφικά, ιστορικά και πολιτικά από την σκοπιά κυρίως της κριτικής στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα.

Οι ιστορίες και οι ατάκες του, αυτοσχέδιες πολλές φορές, όπως λεγόταν με το δικό του σαρκαστικό και χιουμοριστικό τρόπο, γινόταν με ευχαρίστηση αποδεκτές από το εκάστοτε ακροατήριο, παρότι εμπεριείχαν -και ήταν γνωστό αυτό στην ομήγυρη- πολλές φορές το στοιχείο της υπερβολής.

Ο λαϊκός ποιητής Τιμόθεος (Θέμης) Βρεττός (Πλιάτσικας) γεννήθηκε το 1936 και μεγάλωσε σε πολυμελή οικογένεια στα Κολυβάτα Αλεξάνδρου. Δεν τον προλάβαμε στο χωριό αφού όταν γεννήθηκα είχε φύγει. Ήταν απόφοιτος Β’ Δημοτικού. Στο χωριό άσκησε το επάγγελμα του κτηνοτρόφου όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί του την εποχή εκείνη. Το 1952 έφυγε για τον Πειραιά. Το 1957 πήγε για 5 χρόνια εθελοντής φαντάρος. Το 1963 μπάρκαρε στα καράβια όπου και ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση. Επέστρεψε το 1970 στον Πειραιά και άνοιξε καθαριστήριο ρούχων στην Κοκκινιά που το διατήρησε μέχρι το 1993. Συνταξιοδοτήθηκε το 2000.

Τον γνώρισα για πρώτη φορά το 1973, όταν ταξίδεψα στη Γερμανία και μας είχε μεταφέρει μαζί με άλλα παιδιά, ανίψια του, στο αεροδρόμιο.

«Έφυγε» από τη ζωή το μεσημέρι της Κυριακής 21 Μάρτη 2021 ύστερα από τροχαίο δυστύχημα στο κέντρο της Νικιάνας. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει!

Sta_Kolyviatika_aloniaO Τιμόθεος Βρεττός στα Κολυβιάτικα αλώνια το 1955

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Γεννήθηκα σ΄ ένα χωριό
της νήσου της Λευκάδας
ανήκω κι εγώ στο σύνολο
της δύστυχης Ελλάδας

Γεννήθηκα παραμονές
μιας μαύρης δυστυχίας
μεγάλωσα με τα σφάλματα
της παλιοκοινωνίας

Ο τόπος που γεννήθηκα
είν΄ ένα χωριουδάκι
από τα τόσα αφανή
που έχει το νησάκι

Στο χάρτη μην το ψάξετε
δεν είναι περασμένο
ήταν και είναι πάντοτε
απ΄ όλους ξεχασμένο

Είχε και κόσμο αρκετό
γέρους, γριές και νιάτα
οι κάτοικοι το βάφτισαν
χωρίον Κολυβάτα

Ήλιος πρωί δεν θα το δει
και σούρουπο φεγγάρι
βρίσκεται μες τη λαγκαδιά
εκεί του Σκατουλιάρη

Ούτε σε χάρτη τοπικό
δεν το ΄χανε περάσει
αφού κι οι τοπικές αρχές
το είχανε ξεχάσει

Κι αυτοί που στέλνουν γράμματα
εντός και εκτός Ελλάδος
στη διεύθυνσή τους γράφουνε
Αλέξανδρος Λευκάδος

Οι γέροι το σεβόντανε
όμως με τα νιάτα
υποτιμήσανε πολύ
τ΄ όνομα Κολυβάτα

Υποτιμήσανε λοιπόν
αυτό το άγιο χώμα
που πρωτοείδαμε το φως
και τη ζωή ακόμα

Στα ξένα όλοι πήγαμε
σε πόλεις και λιμάνια
και το χωριό σιγά σιγά
πεθαίνει στην αφάνεια

Έχει προσόντα όμορφα
πολλά και πάνω απ΄ όλα
έχει τα εκκλησάκια του
Άη Γιώργη κι Άη Νικόλα

Εγώ θα το πω κι ας είναι αργά
δεν το ΄χαμε στο νου μας
όλοι υποτιμήσαμε
τ΄ όνομα του χωριού μας

Πάντως θα μετανοιώσουμε
της φύσης είναι νόμος
γιατί είναι των προγόνων μας
αυτός ο τοπο [δυσανάγνωστη λέξη]

Ποιος ξέρει με τι βάσανα
και πόσα καρδιοχτύπια
οι πρόγονοί μας χτίσανε
με πέτρες τόσα σπίτια

Σιγά σιγά ρημώνουνε
κι αυτά αργοπεθαίνουν
εγώ θα γράφω για να βρουν
οι νέοι να μαθαίνουν

Αφού το χωριό ερήμωσε
κι οι γέροι έχουν πεθάνει
χαμένα λοιπόν επήγανε
όσα κι αν έχουν κάνει

Με φτώχεια και μιζέρια
παλεύανε οι δόλιοι
μια και ποτέ δεν είχανε
δραχμή στο πορτοφόλι

Όμως ο χρόνος ο φαγάς
και η εξέλιξή του
μαζί με όλα του σκορπά
και την καταστροφή του

Εμείς που γεννηθήκαμε
σ΄ αυτούς τους αχυρώνες
δεν πρέπει να ξεχάσουμε
τους πρώτους μας αγώνες

Και δεν ξεχνιούνται εύκολα
είναι ζωής κομμάτια
χίλιες φορές περάσαμε
όλα τα μονοπάτια

Σε όλους εμάς που έδωσε
ζωή αυτός ο τόπος
ξέρουμε τι θα πει καημός
και βάσανα και κόπος

Σε όλες του χωριού τις ρεματιές
στα έρημα λημέρια
παλέψαμε για τη ζωή
νύχτες και μεσημέρια

Έχει και τα δρομάκια του
Σοκάκι, Σκαλοθυρίδα
μοιάζει μ΄ αγριολούλουδο
για όλη την πατρίδα

Εκεί πρωτογνωρίσαμε
λύπες, χαρές και πόνους
και είχαμε μέσα κίνησης
αλόγατα και όνους

Ο τόπος αυτός για όλους εμάς
ανάμνηση θα μείνει
γιατί η ζωή μας ψήθηκε
με ξύλα στο καμίνι

Από το μαύρο χάραμα
ξυπνούσαμε τότε όλοι
μα και ποτέ δεν είχαμε
λεφτά στο πορτοφόλι

Κι όμως περνάγαμε καλά
στ΄ αλώνια και στους μύλους
γιατί συχνά βλεπόμαστε
με συγκίνηση και φίλους

Τα πανηγύρια κι οι χαρές
γάμοι και αρραβώνες
γινόνταν όλα πάντοτε
με του χωριού κανόνες

Και στη μικρή πλατεία μας
χτισμένη μ΄ αγκωνάρια
καθόμαστε όλοι μαζί
γέροι και παλικάρια

Και σαν παιδιά που είμαστε
φκιάχναμε ευκαιρίες
για να μας λέν πολεμικές
οι γέροι ιστορίες

Είχαμε κι έναν καφενέ
αλλού που να καθίσεις
υπήρχανε και στο χωριό
τότε πολλές διακρίσεις

Άνοιξε κι ένας δεύτερος
με χώρο πιο μεγάλο
κι έφερε αναστάτωση
στον καφενέ τον άλλο

Οι καφετζήδες βλέπονταν
ας πούμε σαν τους λύκους
έφερε αναστάτωση
ετούτο στους κατοίκους

Μα όσο γράφω μου ΄ρχονται
στο νου τα περασμένα
μπορώ σελίδες άπειρες
να γράφω με την πένα

Είχε και τότε ποιητές
και στιχουργούς μεγάλους
είχε και σάτυρους πολλούς
που πείραζαν τους άλλους

… (ακολουθούν 36 ακόμη τετράστιχα και χειρόγραφα γραμμένο στο τέλος του ποιήματος «Η συνέχεια στο επόμενο ονομαστικά»)


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Καλο ταξιδι καλοκαρδε Θεμη. Κατεβαινε το παζάρι κι οταν τον καλουσα για καφε μου εκεγε συνηθως οτι παει στη ΔΕΗ..
    Μουδειχνε κι ενα νερο που ειχε στην τσεπη του, πλησιαζε και ελεγε ενα περιπεκτικο ποιημα στο τσακ μπαμ για ο,τι ηταν επικαιρο. Πολυ λυπηθηκα που εφυγε ο θεμης Βρεττος.
    Καλο παραδεισο θεμη!!

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>