Σαν σήμερα το 1821 ο Αθανάσιος Διάκος κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Σαν σήμερα το 1821 ο Αθανάσιος Διάκος κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα

diakos

Σαν σήμερα το 1821 ο Αθανάσιος Διάκος κηρύσσει την Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αρματολό Πανουργιά, ελευθερώνουν την πρωτεύουσα της Φωκίδας, Σάλωνα (Άμφισσα).

Ο Διάκος κλέφτης και αρματωλός

Ο Αθανάσιος Διάκος ήτανε μόλις δεκάξι-δεκαεφτά χρόνων όταν πήγε στο μοναστήρι του Άη Γιάννη του Προδρόμου. Δεν σκόπευε να γίνει καλόγερος. Ήθελε μόνο να μάθει από κανένα καλόγερο τις στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις. Ωστόσο βοηθούσε τους καλόγερους, έψελνε κι έλεγε καμιά φορά και τον Απόστολο. Μα κάποτε έτυχε να περάσει από κει ο Δεσπότης Λοιδωρικίου κι άκουσε τον Αθανάσιο να λέει τον Απόστολο. Τότε δε μαγεύτηκε από το ωραίο του ανάστημα και την εξαίσια του φωνή, ώστε αμέσως του πρότεινε να τον χειροτονήσει Διάκο. Ο νέος, που δεν τολμούσε ούτε στον ύπνο του να ονειρευτεί ένα τέτοιο τίτλο, δέχτηκε με μεγάλη του χαρά κι έτσι έμεινε στο μοναστήρι κι ασπάσθηκε το μοναχικό στάδιο.

Ύστερ΄ από λίγο καιρό, μια Κυριακή, ο Διάκος είχε κατεβεί στην Αρτοτίνα για να παραβρεθεί σ΄ ένα γάμο. Κατά το έθιμο της εποχής, όλοι πυροβολούσαν και μαζί μ΄ αυτούς και ο Διάκος. Μα μια σφαίρα έτυχε να βρει ένα νέο -το γυιό της Κοντογιάννενας- ο οποίος και πέθανε. Όλοι οι παραβρισκόμενοι, Έλληνες και Τούρκοι, απέδωσαν το φόνο στο Διάκο, ο οποίος για να ξεφύγει άρχισε να κρύβεται στα περίχωρα, χωρίς να πετάξει όμως τα ράσα.

Ανήμερα της Παναγίας, γινόταν κάθε χρόνο στην Αρτοτίνα ένα λαμπρό πανηγύρι, στο οποίο συνέρρεαν προσκυνητές απ΄ όλα τα μέρη της Δωρίδος. Ο Διάκος, ο οποίος είχε πληροφορηθεί ότι δεν υπήρχαν τουρκικά αποσπάσματα στην πόλη πήγε κι αυτός στο πανηγύρι και μαζί με τους άλλους νέους άρχισε ν΄ αγωνίζεται στο λιθάρι. Οι Τούρκοι όμως που ήτανε κρυμμένοι εκεί γύρω στους βάτους, όταν είδαν πως ήταν κατάλληλη η στιγμή όρμησαν κι έπιασαν τον Διάκο και μαζί του και κάποιο σύντροφό του Καφέτζο, που τον καταδίωκαν κι αυτόν για άλλες αιτίες. Την ίδια μέρα τους φυλάκισαν και τους δύο στη μικρή φυλακή της πόλεως, της οποίας τα χαλάσματα σώζονται ακόμη και σήμερα. Τη νύχτα όμως ο Διάκος κατόρθωσε να σπάσει το σανιδένιο παράθυρο της φυλακής κι από κει μαζί με το σύντροφό του δραπέτευσαν, πήραν τα βουνά κι έφτασαν στο λημέρι του ονομαστού τότε στη Δωρίδα κλέφτη Τσαμ Καλόγερου.

Ο Τσαμ Καλόγερος είχε μαζί του εβδομήντα λαμπρά παλικάρια, μεταξύ των οποίων κι οι περίφημοι κατόπιν κλέφτες Γούλας και Σκαλτσοδήμος. Όταν ο Καφέτζος και ο Διάκος παρουσιάστηκαν στον Τσαμ Καλόγερο, ζήτησαν να τους πάρει στη συμμορία του. Το Σκαλτσοδήμο, που ήταν άντρας σωστός τον δέχτηκε με χαρά, μα στο Διάκο βλέποντας την νεαρά του ηλικία και την κομψή και λεπτή του εμφάνιση, του είπε συγκαταβατικά:

– Άει μείνε και συ!… Καλός είσαι για να κουβαλάς νερό…

Πολύ γρήγορα όμως ο Τσαμ Καλόγερος αναγκάστηκε ν΄ αλλάξει ιδέα για το Διάκο. Μια μέρα η συμμορία του στη Ζελίτσα βρέθηκε μπρος σ΄ ένα ισχυρότατο τουρκικό απόσπασμα. Ύστερα από μιας ώρας μάχη οι κλέφτες αναγκάστηκαν να σκορπιστούν, πιεζόμενοι υπό της μεγάλης δυνάμεως του εχθρού. Ο Τσαμ Καλόγερος όμως είχε μείνει στο πεδίο της μάχης, γιατί είχε τραυματιστεί στο ποδάρι και θα αιχμαλωτιζότανε χωρίς άλλο από τους Τούρκους. Ο Διάκος, όμως αψηφώντας τον θάνατο, τον πήρε στους ώμους του και με το σπαθί στο χέρι μπόρεσε κι άνοιξε δρόμο μέσ΄ απ΄ τους Τούρκους και κατόρθωσε να φτάσει σώος με το φορτίο του στη Γραμμένη Οξυά. Η τοποθεσία αυτή είχε μια ράχη, κατάφυτη από οξυές, δύο ώρες μακρυά από την Αρτοτίνα. Σε λίγο μαζεύτηκαν εκεί και οι άλλοι σκορπισμένοι κλέφτες και, μπρος σε όλους, ο Τσαμ Καλόγερος ομολόγησε τη λαμπρή διαγωγή και παλικαριά του Διάκου και τον υπέδειξε, αν πέθαινε αυτός ως διάδοχό του στην αρχηγία της συμμορίας.

Μα τα τούρκικα αποσπάσματα δεν άφηναν την συμμορία του Τσαμ Καλόγερου να σταθεί σε χλωρό κλαδί, πράγμα που την ανάγκασε να χωριστεί σε μικρά μπουλούκια. Έν΄ από τα μπουλούκια αυτά αποτέλεσαν ο Διάκος, ο Γούλας κι ο Σκαλτσοδήμος, για τον οποίο λέγεται ότι ως το 1827 που πέθανε δεν προσκύνησε ποτέ Τούρκο. Η δράση των μπουλουκιών αυτών στην αρχή είχε κάπως ληστρικό χαρακτήρα.

Πρώτος ο Σκαλτσοδήμος μάλιστα έπιασε και τράβηξε στα βουνά έναν πρόκριτο της Κάτω Μπουσουνίτσας, τον Παπαδημητρίου, συγγενή του Διάκου, με τον οποίο είχε προηγούμενα. Ο Διάκος παραπονέθηκε στον Σκαλτσοδήμο, απειλώντας τον, ότι σε περίπτωση που δεν θ΄ άφηνε ελεύθερο το συγγενή του, θα κατέβαινε κι αυτός και θάπιανε τους δικούς του συγγενείς.

– Ψήσ΄ τους και φά΄ τους! απάντησε ο Σκαλτσοδήμος αδιαφορώντας.

Τότε κι ο Διάκος δεν έχασε καιρό και παίρνοντας μια νύχτα δέκα παλικάρια κατέβηκε κάτω στη χώρα κι έπιασε το συγγενή του Σκαλτσοδήμου Τρυπαναγνώστη. Τον οδήγησε μάλιστα στο ίδιο το λημέρι όπου ο Σκαλτσοδήμος κρατούσε αιχμάλωτο το δικό του συγγενή. Εκεί όμως οι δύο κλέφτες συμφιλιώθηκαν και απέλυσαν αμέσως τους αιχμαλώτους τους.

Ο Διάκος είχε δύο αδελφούς, το Δήμο και τον Αποστόλη και δύο αδελφές, την Καλομοίρα και τη Σοφία. Ο πατέρας του με τ΄ αδέλφια του ήταν τσοπάνηδες και ζούσαν τον περισσότερο καιρό στα χειμαδιά. Ένα πρωί τους είχαν επισκεφτεί δέκα κλέφτες από τα περίχωρα. Μα την ίδια ώρα έτυχε να περνάει από το δρόμο ένα τουρκικό απόσπασμα. Οι κλέφτες το μυρίστηκαν, από τα γαβγίσματα των σκυλιών γρήγορα και πρόλαβαν να φύγουν. Όταν όμως οι Τούρκοι μπήκαν στην καλύβα του πατέρα του Διάκου κατάλαβαν αμέσως από τ΄ απομεινάρια των φαγιών το πέρασμα των κλεφτών. Γι΄ αυτό κι έπιασαν το γέρο Διάκο και τον Αποστόλη και τους τράβηξαν δεμένους στο Πατρατζίκι. Την ίδια μέρα πέθαναν και οι δύο μέσα στη φυλακή σκοτωμένοι κατά πάσαν πιθανότητα από Τούρκους. Ο άλλος αδελφός του Διάκου απουσίαζε εκείνη την μέρα από το χειμαδιό και έτσι γλύτωσε.

Krystalo_diakosΟ Διάκος μόλις έμαθε το θάνατο του πατέρα του και του αδελφού του άρχισε να διψάει για εκδίκηση. Μαζί με τους άλλους κλέφτες άρχισε να χτυπάει όποιο απόσπασμα βρισκόταν μπροστά τους και έτσι έγινε ο τρόμος της περιφέρειας. Οι Τούρκοι αγάδες και οι πρόκριτοι άρχισαν να φοβούνται, μα οι κλέφτες τους εμήνυσαν ότι τότε μόνο θα ησύχαζαν αν τους δινόταν το αρματολίκι του τόπου. Στην αρχή οι αγάδες και οι πρόκριτοι αρνήθηκαν, μα μια μέρα οι κλέφτες και ο Διάκος απήγαγαν στα βουνά την όμορφη Κρουστάλλω, την κόρη του ισχυρού και πλούσιου προκρίτου της Δωρίδος Μπαμπαλή, στον οποίο παράγγειλαν ότι αν θέλει την κόρη του να φροντίσει στο Λοιδωρίκι για να παραχωρηθεί σ΄ αυτούς το αρματολίκι. Σχετικό με τη σύλληψη της Κρουστάλλως είναι και το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι:

Όλα τα δέντρα την αυγή δροσά ΄ναι φορτωμένα
Κι εμένα τα ματάκια μου δάκρυα γιομισμένα
Γιατί κοιμούνται μοναχά και συντροφιά δεν έχουν
Έχουν τα δέντρα συνοδιά και τα πουλιά κουβέντα
Μεσ΄ της καρυάς τον έλατο κάθετ΄ ο Σκαλτσοδήμος
Με την Κρουστάλλω στο πλευρό με την Μπαμπαλοπούλαν
Ο Διάκος απ΄ την μια μεριά κι ο Γούλας απ΄ την άλλη
Κι ο Διάκος ο σταυραδερφός στα μάτια την τηράει
– Τι με τηράς, μπρε Διάκε μου και συ σταυραδερφέ μου
Εμένα τώχει η τύχη μου, τώχει το ριζικό μου
Να γένω στρώμα του Σκαλτσά, προσκέφαλο δικό σου

Η Κρουστάλλω, η οποία ήταν και αδελφοποιτή του Διάκου, βρήκε μεταξύ των κλεφτών σεβασμό και περιποίηση μεγάλη. Μετά δύο βδομάδες απολύθηκε γιατί κατόρθωσε ο πατέρας της να πείσει τους Τούρκους ν΄ αναγνωρίσουν επισήμως τους συντρόφους του Διάκου αρματωλούς.

Από δω αρχίζει το στάδιο του Διάκου ως αρματωλού. Την αρχηγία του αρματωλικιού ανέλαβε ο Σκαλτσοδήμος ως γεροντώτερος και επί δύο τρία χρόνια οι αρματωλοί έζησαν ήσυχοι.

Εκείνη την εποχή ο Αλή Πασάς άρχιζε να σχεδιάζει την ανταρσία του κατά της Πύλης και γι΄ αυτό συγκάλεσε στα Γιάννενα σε σύσκεψη όλους τους αρχηγούς, Χριστιανούς και Αλβανούς. Μεταξύ των προσκληθέντων ήταν και ο Σκαλτσοδήμος, μα αυτός έστειλε ως αντιπρόσωπό του το Διάκο.

Στην αυλή του Αλή Πασά όπου έμεινε κάμποσο, ο Διάκος γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τους άλλους οπλαρχηγούς.

Όταν ο Διάκος γύρισε και πάλι στ΄ αρματωλίκι είχε γίνει πια ξακουστός και επεσκίαζε την δόξα του Σκαλτσοδήμου. Ο λαός, Τούρκοι και Χριστιανοί, μαζί τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν. Όλοι εξυμνούσαν την αντρεία του και τον ιπποτικό του χαρακτήρα και τα παλικάρια μπορούσαν να σκοτωθούν γι΄ αυτόν. Ο Σκαλτσοδήμος τα έβλεπε όλα αυτά και χάρις στις ραδιουργίες των εχθρών του Διάκου, άρχισε να υποψιάζεται ότι Ο Διάκος σκόπευε να τον σκοτώσει για να του πάρει την αρχηγία. Η δυσπιστία του αυτή φάνηκε καθαρά στο πανηγύρι της Παναγίας του 1820 όπου όταν συναντήθηκε με τον Διάκο, ούτε καν τον χαιρέτησε. Ο Διάκος ζήτησε αμέσως εξηγήσεις για την ψυχρότητά του αυτή και ο Σκαλτσοδήμος του είπε καθαρά τις υποψίες του. Ο Διάκος διαμαρτυρήθηκε ζωηρά.

– Τι τα θες; του είπε ο Σκαλτσοδήμος δύσπιστα. Δυο άτια δεν κάνουν σ΄ ένα ταβλά. Ή εγώ θα φύγω ή εσύ…

– Φεύγω εγώ καπετάνιο μου απάντησε με σεβασμό ο Διάκος.

Και την ίδια μέρα, αποχαιρετώντας τον επί τόσα χρόνια φίλο και συναγωνιστή του, παραιτήθηκε της οπλαρχηγίας κι έφυγε μ΄ ένα μονάχα σύντροφό του, τον Περλίγκα, στη Λειβαδιά.

Εκεί βρήκε το φίλο του Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά και τον έκανε πρωτοπαλίκαρό του.

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Μπουκέτο», ανυπόγραφο, Τόμ. 4, Αρ. 154 [1927])



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>