Γορμάσανε τα σκάμνα…
Τα σκάμνα (μούρα), ο καρπός της μουριάς, ήταν παλιά ένα από τα πιο ευχάριστα και προσιτά φρούτα την εποχή του καλοκαιριού για μας τα παιδιά στο χωριό. Σκαμνιές (μουριές) υπήρχαν πολλές. Με μαύρα σκάμνα που ήταν και τα πιο χυμώδη και νόστιμα και άσπρα σκάμνα. Τώρα πλέον κανείς δεν τους δίνει σημασία.
Θυμάμαι τους καλοκαιρινούς μήνες που σκαρφαλώναμε στις σκαμνιές, φτάνοντας μέχρι και το πιο ακρινό ακόμη κλαδί, όπου ήταν και τα πιο μεγάλα σκάμνα γιατί τα έβλεπε καλύτερα ο ήλιος, και να ξεφωνίζουμε: «πω πω μια μουμπουτσίνα!», ενώ παραμονεύαμε με τις ώρες και τις λαστιχιέρες (σφεντόνες) στο χέρι τα σπουργίτια κάτω από τις σκαμνιές, που φαίνεται επίσης να τους άρεσε ιδιαίτερα ο καρπός αυτός.
Μας έβαζαν επίσης καμιά φορά οι νοικοκυράδες και «τινάζαμε» τις σκαμνιές. Άπλωναν ένα παλιό σεντόνι κάτω από το δέντρο και μάζευαν τα ώριμα σκάμνα, που έπεφταν με το παραμικρό κούνημα των κλαδιών. Σε κάποια άλλα χωριά όπως έχουμε ακούσει, τα φύλαγαν ακόμη και οι αγροφύλακες για να αποφεύγεται το μάζεμά τους. Αυτό όμως δεν το θυμάμαι να γίνεται στο χωριό μου.
Γράφει για τον καρπό και το ξύλο της Μουριάς -της Μορέας όπως την αποκαλεί- ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914): «Ο καρπός της είναι οπώρα ουχί μεν εκλεκτή, πλην, ένεκα της ευθηνίας και της πρωϊμότητός της, εκ των συχνά χρησιμοποιουμένων παρά τω λαώ. Ενιαχού τα μόρα ή μούρα αποσταζόμενα παρέχουσιν οινόπνευμα καλής ποιότητος. Το ξύλον της Μορέας είναι κιτρινωπόν, σκληρόν και διαρκέστατον, διο και χρησιμοποιείται ιδίως εις την αμαξοπηγίαν. Ο φλοιός των ετησίων και διετών ράβδων της είναι ισχυρότατος και χρησιμοποιείται συνηθέστατα υπό των κηπουρών προς περίδεσιν των εμβολίων και των στυλωμάτων.
Πολλαχού ο φλοιός ούτος χρησιμεύει προς κατασκευήν χάρτου, ενιαχού δε λαμβάνεται εξ αυτών κλωστική ύλη (ιταλ. gelsolino) εξ ης κατασκευάζονται υφάσματα. Η Μορέα είναι προστούτοις χρήσιμος προς κατάρτισιν δενδροστοιχειών, δια την χρήσιν δε ταύτην παρ΄ ημίν δέον να προτιμώνται τα άρρενα υποκείμενα τα οποία μη φέροντα καρπόν, δεν ενοχλούνται υπό τον αγυιοπαίδων». (Παρεμπιπτόντως την τελευταία λέξη την συναντά κανείς συχνά σε παλιά δημοσιεύματα κυρίως εφημερίδων της εποχής εκείνης και σημαίνει το παιδί που γυρίζει στις γειτονιές αλητεύοντας, το παιδί του δρόμου).