Αριές (Quercus ilex) στο δάσος των Σκάρων
Έχει γεμίσει με Αριές το δάσος των Σκάρων, όπως προσέξαμε καλύτερα σήμερα. Άλλες μικρά δεντράκια και άλλες ολόκληρα δέντρα με χοντρούς κορμούς (έχει μετρηθεί δέντρο με περίμετρο 1,50 μ. που σημαίνει ότι είναι άνω των 200 ετών).
Αριά (Quercus ilex) στο Δάσος των Σκάρων
Ως Δρυς η Αρία (Quercus ilex) περιγράφει την Αριά ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914), η οποία ονομάζεται κοινώς και Αρίος, Αρεός ή Ασίλακας στην Κρήτη. Απαντάται, όπως γράφει, σε πολλά μέρη της Ελλάδας με τέσσερις διαφορές. Σε μία αναφέρεται πιθανά η Ημερίς του Θεοφράστου.
Είναι δέντρο μεγάλο, αειθαλές και ευθυτενές. Αντέχει στην ξηρασία και η κόμη του είναι συνήθως σφαιρική γι΄ αυτό και χρησιμοποιείται μερικές φορές σε δενδροστοιχίες. Παρότι το ξύλο του είναι σκληρό και ευέργαστο, χρησιμοποιείται, όπως σημειώνει ο Γεννάδιος, κυρίως για την κατασκευή ξυλανθράκων αρίστης ποιότητας (άγρια κάρβουνα).
Κόκκος ο βαφικός (πρινοκκόκκι) σε Πρίνο (πουρνάρι)
Σ΄ αυτό το δέντρο απαντάται ο Κόκκος ο βαφικός, το κοινώς πρινοκκόκι ή κρεμέζι (από το αραβικό κιρμίς). Είναι ένα βαφικό κοκκοειδές έντομο (Kermes Bauhinii η Kermes vernilio ή Coccus Ilicis), το οποίο τρέφεται και πολλαπλασιάζεται πάνω στην Αριά ή τον Πρίνο (πουρνάρι) και του οποίου γινόταν μεγάλη κατανάλωση μέχρις ότου άρχισε η εισαγωγή και η χρήση στην Ευρώπη της Κοκκινίλης, ενός άλλου βαφικού εντόμου που τρέφεται και πολλαπλασιάζεται πάνω στην Οπουντία την κοκκοφόρο.
Τον βαφικό Κόκκο τον εκλάμβαναν οι αρχαίοι ως καρπό της Αρίας και του Πρίνου και τα δέντρα αυτά ονομάζονταν παλιά Κόκκοι. Έτσι ο Θεόφραστος αναφέρει: «Φέρει δε (ο Πρίνος) παρά την βάλανον και κόκκον τινα φοινικούν· ίσχει δε και ιξίαν και υφέαρ· ώστε ενίοτε συμβαίνει τέτταρτας άμα καρπούς έχει αυτόν, δύο μεν τους εαυτού δύο δ΄ άλλους τον τε της αξίας και τον του υφέαρος» (Φ.Ι 3, 16, 1). Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι «Κόκκος βαφική» ονομάζεται η Πρίνος: «Κόκκος βαφική, λέγει ούτος, θάμνος εστι μικρός φρυγανώδης, ω πρόσκεινται οι κόκκοι ως φακοί, οίτινες εκλεγόμενοι συντίθενται…».