Ροδιά – Ροιά η κοινή (Punica granatum)
Ως Ροιά την κοινή (Punica granatum) περιγράφει το φυτό αυτό ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914), η κοινή ονομασία του οποίου είναι, όπως γράφει, Ροϊδιά, Ροδιά, Ρογδιά ή Ρωβκά, όπως ονομάζεται στην Κύπρο.
Είναι θάμνος ενίοτε δενδρώδης, φυλλοβόλος και ακανθοφόρος. Αναφέρεται από παλιά ότι η Ροδιά ήταν αυτοφυόμενη στην Ελλάδα όπου καλλιεργούνταν σε πολλά μέρη με τα ονόματα Ρόα, Ροιά, Σίδη ή Σίδα. Το όνομα Ρόα ή Ροιά λέγεται ότι είναι ασιατικής καταγωγής, αλλά το Σίδη ή Σίδα φαίνεται να είναι ιθαγενές, ίσως πελασγικό.
Το δέντρο ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Στον Όμηρο και στην Οδύσσεια υπάρχει αναφορά στη ροδιά. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι το φυτό καλλιεργούταν στους κήπους του βασιλέα Αλκίνοου. Ο Θεόφραστος την αναφέρει ροιά ή ρόα. Ήδη από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν τη φλούδα της στη βυρσοδεψία και στην ιατρική. Η Θεά Αφροδίτη συνέδεσε το όνομά της με την καταγωγή της ροδιάς, μιας και όπως λέει ο μύθος, η ίδια φύτεψε την πρώτη ροδιά στην Κύπρο.
Η ωρίμανση των καρπών της ροδιάς ολοκληρώνεται κατά το φθινόπωρο, τότε που οι καρποί έχουν αποκτήσει εξωτερικά κόκκινο χρώμα και πριν τις βροχές για να αποφευχθούν τα σκασίματα. Το σκάσιμο των καρπών αποτελεί το πιο συνηθισμένο πρόβλημα της καλλιέργειας της ροδιάς, το οποίο συντελείται αυτή την εποχή, στις αρχές του φθινοπώρου, κατά την περίοδο δηλαδή ταχείας αύξησης του ενδοκαρπίου (εσωτερικό του καρπού). Επίσης το σκάσιμο επιφέρει ανομοιόμορφη ωρίμανση.
Σύμφωνα με το σάιτ bostanistas.gr βασικό αίτιο του σκασίματος των καρπών αποτελεί η απουσία ποτίσματος κατά τους θερινούς μήνες ή τα ακανόνιστα ποτίσµατα. Επίσης το φαινόμενο ενισχύεται και διευκολύνεται κι από τη σκλήρυνση, µέχρι και νέκρωση, της φλούδας από ηλίαση σε δέντρα με λιγοστό φύλλωμα. Τέλος, η προσθήκη αζωτούχας λίπανσης και κοπριών, αφού έχουν δέσει οι καρποί, συντελεί στην αύξηση του σκασίματος.
Η παράδοση θέλει να σπάμε ένα ρόδι κάθε πρωτοχρονιά για καλή τύχη και υγεία.