«Από την εορτήν της Πολιούχου μας Πεφανερωμένης» (1932) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Ιουν 23rd, 2024

«Από την εορτήν της Πολιούχου μας Πεφανερωμένης» (1932)

Το ποίημα «Η Φανερωμένη» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

dromos_faneromeni

Το πιο κάτω ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε σε τοπική εφημερίδα το 1932, πριν 92 ακριβώς χρόνια, για την πανήγυρη της Φανερωμένης, πολιούχου του νησιού μας. Εκείνο που φαίνεται να έχει μείνει αναλλοίωτο στο χρόνο είναι η κοσμοσυρροή των επισκεπτών στη διήμερη πανήγυρη.

Ο συντάκτης του άρθρου, ο οποίος υπογράφει με το ψευδώνυμο «Προσκυνητής» επισημαίνει την επικινδυνότητα του χωμάτινου τότε δρόμου που συνέδεε την πόλη της Λευκάδας με το μοναστήρι της Φανερωμένης λόγω της στενότητάς του αλλά και το βάσανο της πυκνής σκόνης από την διέλευση τόσο των επιβατηγών όσο και των φορτηγών αυτοκινήτων που μετέφεραν προσκυνητές στο μοναστήρι. Ζητούσε αφενός μεν να γίνουν παρεμβάσεις για τη διαπλάτυνση του δρόμου αφετέρου δε να καταβρέχεται την περίοδο της πανήγυρης ο δρόμος με τον κοινοτικό καταβρεχτήρα που φαίνεται να διέθετε την εποχή εκείνη η κοινότητα Λευκάδας ώστε να μην ταλαιπωρούνται οι προσκυνητές από την σκόνη.

Αντιγράφουμε διατηρώντας την ορθογραφία:

«Την μονότονον και ανιεράν συνεχή απασχόλησιν της ζωής, διέκοψεν και πάλιν εφέτος η εορτή της Πολιούχου μας Πεφανερωμένης.

Αργία, ουδεμία ενασχόλησις και επομένως λόγω της εξαιρέτου εορτής διήμερος διασκέδασις. Την παρ. Κυριακήν πήρα κι΄ εγώ το δρόμο για τη Μονή και πεζοπορών δια μέσου της πυκνής σκόνης απ΄ τ΄ αυτοκίνητα έφθασα επιτέλους. Το πλήθος των προσκυνητών συνεχώς πηγαινοερχόμενον παρείχε στον οιονδήποτε εικόνα ευλαβείας και πλήρους πίστεως προς την ιεράν ταύτην εορτήν. Όλα τα φορτηγά και επιβατηγά αυτοκίνητα ησχολούντο εις το να μεταφέρουν ευσεβείς προσκυνητάς και οι οποίοι «για το καλό» έσπευδον διότι επόθουν να μεταβούν και προσκυνήσουν την σεπτήν εικόνα της Θεομήτορος.

Η Μονή της Πεφανερωνένης μόλις περί τα 3 χιλιόμετρα απέχουσα της πόλεως διαθέτει δια το πλήθος των προσκυνητών της αρκετά ευρύχωρα και καθαρότατα κελιά εφιλοξένει δε, τους από της παραμονής της Μνήμης της προσελθόντες εις τον Οίκον της, ως και τον υποφαινόμενον.

Εις τον περίβολον της Μονής αρκετή κίνησις όπως πάντοτε.

Τα πέριξ σκιαρά μέρη γέμοντα προσκυνητών και μέχρις βαθείας νυχτός αντήχουν υπό τους αδιακόπους ήχους μανδολινάτας και λοιπών οργάνων, παρέχοντα ούτω εντύπωσιν αρκετά ευχάριστον. Την επομένην (ημέραν της εορτής) η λειτουργία διαρκέσασα περί 1.30΄ ώραν διεξήχθη μετά πάσης λαμπρότητας, παρισταμένων πάντων των αρχών του τόπου μας. Μετά δε το πέρας ταύτης ο Σεβασμιώτατος Λευκάδος και Ιθάκης ωμίλησεν προς το πλήθος των εκκλησιασθέντων επ΄ αρκετόν δια την σπουδαιότητα της εορτής.

Οι αρκετά εμβρυθείς θρησκευτικοί του λόγοι εκρίθησαν από τους παρευρεθέντας εν τω Ναώ της Μονής ως αληθινό θρησκευτικό διάγγελμα.

Μετά την θείαν λειτουργίαν το πλήθος επεδόθη κατά το σύνηθες εις τα επακόλουθα της εορτής συνδιασκεδάζον καθ΄ ομάδας. Άξιος συγχαρητηρίων τυγχάνει ο παρά τη ενταύθα αστυνομία υπομοίραρχος κ. Κόκιαρης όστις δια των ευγενικών τρόπων και δραστηρίου επαγρυπνήσεώς του εξησφάλισεν την ησυχίαν των προσελθόντων προσκυνητών.

Το απόγευμα μεταξύ των πρώτων πεζοπορικώς επανελθόντων ήτο και ο υποφαινόμενος. Ως ανωτέρω κατά την άνοδον και κάθοδον, κυριολεκτικώς πολλάκις κινδυνεύσαντες περνούσαμε τα πυκνά νέφη της σκόνης άτινα καθό φθισιογόνα εξετόξευον τόσον βουνο-κυματοειδώς (!) αλλά και επιδεξιότατα κατηύθηναν οι τροχοί των αυτοκινήτων, εναντίον των προσκυνητών, προ παντός δε κατά την διαδρομήν του τμήματος της εν λόγω οδού από Αγ. Αικατερίνη έως Δικαστήρια.

Φρονώ ότι μία συνδυασμένη ενέργεια και καλή διάθεσις των ιθυνόντων της Μονής και της Κοινοτικής μας αρχής θα ηδύνατο τουλάχιστον κατά τας δύο αυτάς ημέρας της εορτής της Πολιούχου μας να τεθή εν χρήσει ο δι΄ αγνώστους λόγους πάντως όμως τελείως αδικαιολογήτως εγκαταλελημένος Κοινοτικός καταβρεκτήρ ίνα το διάστημα έστω της εκκινήσεως και αφετηρίας των προσκυνητών – αυτός ο δρόμος Κουζούμπεη παρουσιάζει το όλως ωραίον εκείνο της διημέρου εν αυτώ κοσμοσυροής και κινήσεως της μοναχής Επαρχιακής πανηγύρεώς μας. Προσέτι δε πρέπει να γίνεται η κατάβρεξις αύτη της εν λόγω οδού και δια την ουσιοδεστέραν άποψιν όπως ει δυνατόν αποφεύγουν οι προσκυνηταί το τρομακτικόν εκείνο της πυκνής σκόνης ήτις τους μεν προφυματικούς βεβαίως ξεμπερδεύει αλλά και τους εχόντας γερούς πνεύμονας (ενώ η διαδρομή είναι τρία στάδια) η τοιαύτη ανυπόφορος κατάστασις της ανεγειρομένης εκ της διελεύσεως των αυτοκινήτων πυκνής σκόνης οριστικώς τους εισαγάγει εις το α΄ στάδιον της φθίσεως.

Φρονώ επίσης ότι, εν γένει οι αρμόδιοι πλήρως θα διΐδαν το επαπειλούμενον και και αναποφεύκτως θα συμβεί (παρ΄ όλην την επιδεξιότητα και σώφρωνα τακτική των σωφέρ) αυτοκινηστικόν δυστύχημα ως εκ της στενότητος της οδού Πόλεως – Πεφανερωμένης.

Λόγοι ουσιώδεις της θρησκευτικής πανηγύρεως πλήρως δικαιολογούν την χριστιανικήν μέριμνα επί του εν λόγω ζητήματος του Σεβασμιωτάτου μας όστις δεν αμφιβάλλομεν θα παρακαλέση τον ενταύθα κ. Μηχανικόν ίνα το επάνεγκες της διαπλατύνσεως της άνω οδού, δι΄ υπομνήματος συστηθή προς το Σ)ον Υπ)ον Συγκοιν)ας. Διότι κ.κ. αρμόδιοι παντός άλλου γνωρίζετε ότι η απαραίτητος αύτη διαπλάτυνσις δεν απαιτεί και πολλά χρήματα.»

Προσκυνητής

Το ποίημα «Η Φανερωμένη» γράφτηκε στις 24 Ιουνίου του 1871 από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Δημοσιεύτηκε το 1932 σε τοπική εφημερίδα.

567

Η Φανερωμένη

Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά του κόσμου,
βόηθα με την πανόρφανη! Τ’ άγιο σου χέρι δώσ’ μου
για να ανεβώ στο βράχο σου! Δεν ήλθες ψες το βράδυ
ωσάν αχτίδ’ ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη

κι εσφόγγισες το δάκρυ μου και μου ’πες συ, Κυρά μου,
να πάρω το παιδάκι μου στην έρημη αγκαλιά μου
και να το φέρω να το ιδείς;… Παρθένε, βοήθησέ με…
Τα γόνατά μου εδείλιασαν… κατέβα, πρόφθασέ με…
Μὄφαγ’ η θάλασσα η σκληρή το Λάμπρο μου στα ξένα…

Η δυστυχιά μ’ εμάρανε! Μην αρνηθείς κι εμένα…
Δυνάμωσέ με τη φτωχή… Γιά ιδές με! Θερμασμένη,
τρεις μέρες θεονήστικη, νεκρή, ξεψυχισμένη,
νιώθω τη ρώγα μου στεγνή στα χείλη του, Κυρά μου.
Εστρέφεψε το γάλα μου… Επάγωσ’ η καρδιά μου…

Σύντρεξε, μάνα τ’ ουρανού, σύντρεξε το παιδί μου…
Παρθένε μου, εχιονίστηκε… Θα να σβησθεί μαζί μου…»

Και ξαναγύρισε μεμιάς στη γη ξεστηθωμένη,
με το παιδί στην αγκαλιά, η Δέσπω η πικραμένη.

Επάνωθέ της του βοριά τα σύγνεφ’ αρμενίζουν
κι ούτε δε στέκουν να την δουν. Τον κόρφο της φωτίζουν
κρύες αχτίδες φεγγαριού, που εδώ κι εκεί προβαίνουν
σαν από μάτι νεκρικό, χωρίς να τη θερμαίνουν.
Σιμά της τρέχει το νερό, γοργό γοργό, δροσάτο…
Λαλούν τ’ αηδόνια ξέγνοιαστα μες στη μυρτιά, στο βάτο…

Τα δένδρα είν’ ανθοστόλιστα… παντού χαρά κι ελπίδα,
σφιχταγκαλιάζεται η οχιά με τη μονομερίδα,
κι ωστόσο αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,
μια χήρα μάνα, ένα παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη!
Μέσα στου κόσμου τη γλυκιά, την άφθαρτη αρμονία,

ποιά θέληση και ποιά καρδιά, ποιά παντοδυναμία
εσύμπλεξ’, εζευγάρωσε το σφύριγμα τ’ αστρίτη,
του καταρράχτη τη βοή, του λύκου, του πετρίτη,
και τ’ αϊτού το ρυάσιμο, με το γλυκό τραγούδι,
που χύνει απ’ τα στήθια του το μαύρο στεφανούδι;

Και ποιός, και ποιός επρόσταξε, μέσα σ’ αυτήν την πλάση
να συναντιέται αδελφικά, χωρίς να τη χαλάσει,
το περιστέρι κι ο σκορπιός, ο χαμαιλιός κι ο κρίνος,
φιλί και ψυχομάχημα, χαμόγελο και θρήνος;…
Κι ωστόσο αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,
μια χήρα μάνα, ένα παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη.

Μοσχοβολούσε η άνοιξη κι ολόγυρά τους χίλια
ανθίζουν αγριολούλουδα, χολάτα χαμομήλια.
Και κάπου κάπου αμέτρητες τρελές πυγολαμπίδες
φωτίζουν τα δυο λείψανα με μυστικές αχτίδες.

Και του παιδιού το μέτωπο και της φτωχής τα στήθια
φεγγοβολούν σαν ουρανοί πὄχουν αστέρια πλήθια.
Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει
ολίγ’ ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ’ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει…

Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει…
Ξυπνά κι ο γερο-Γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά στην εκκλησιά πηγαίνει
την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει…
Κι εκεί που ετέντων’ ο παπάς τα χείλη να φιλήσει,

του ’κάστηκε πως έλειπε… παράδοξη ιστορία!…
απ’ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία…
Ετρόμαξ ο καλόγερος… Στην πλάκα γονατίζει,
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει…
Μεμιάς αστράφτ’ η εκκλησιά κι αισθάνετ’ ένα χέρι

οπού τον ανεσήκωνε… Μοσχοβολάει τ’ αγέρι…
Τα μάτια του άνοιξ’ ο παπάς… Στο κάτασπρό του γένι
το δάκρυ του έσταζε βροχή… Κοιτάζει… καθισμένη
στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε,
και το Παιδί που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.

Σε ποιό καλύβι αγνώριστο, σε ποιά καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη σου, Κυρούλα,
κρυφά κρυφά ν’ ανάστησε, σαν τ’ ουρανού δροσούλα;…
Η μάνη η δύστυχη ξυπνά και βλέπει το μωρό της

να παίζει με τα λούλουδα, χορτάτο, στο πλευρό της.
Κι απ’ το φτωχό το στήθος της δροσάτο, τυλωμένο,
να ρέει αδιάκοπα στη γη το γάλα ευλογημένο.
Την είχε κράξει μια φωνή και μια Κυρά Μεγάλη
της φάνηκε ότι εμάλαζε το έρμο της κεφάλι

και με γλυκάδ’ ανέκφραστη ότι έταζε στη χήρα
να στείλει χρυσή μοίρα.
Κοιτάζει ολόγυρα… Ψυχή!… Τί τάχα να συνέβη
κι εκεί δε φαίνεται κανείς;… Στο μοναστήρι ανέβη…
Στα πόδια πέφτει της Κυράς και με τα δάκρυά της
βρέχει το κόνισμά Της.

Το δρόμο παίρνει για να ’λθεί γοργά στο φτωχικό της
κι έχει μαζί της συντροφιά τ’ όμορφο τ’ όνειρό της·
σα να της έδινε φτερά, τόσο τρεχάτη επέρνα,
που αιμάτωνε τη φτέρνα.

Τη θύρα βλέπει διάπλατη… Σπρώχνει σκιαχτά το μάτι
μες στο κατώγι της να ιδεί… Στο τίμιο της κρεβάτι
ένας λεβέντης σιωπηλός μες στα χρυσά ντυμένος
προσμένει καθισμένος.

Εγνώρισε το Λάμπρο της… πετά στην αγκαλιά του…
του δείχνει το παιδάκι του… χορταίνει τα φιλιά του.
Και συ τους επαρέστεκες, εκεί σιμά κρυμμένη,
Κυρά Φανερωμένη.


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η Φονιάς λέει:

    Οι θρησκειες είναι μια πανεξυπνη επιχειρηση..σου πουλανε ένα αορατο προιον κι αν αυτό δεν δουλεψει ή βγει προβληματικο, τοτε φταιει παντα ο πελατης….Αν οι προσευχες σας δουλευαν και τα θαυματα ηταν αληθινα τοτε τα ασθενοφορα θα σας πηγαιναν στις εκκλησιες και στα τζαμια, αντι για τα νοσοκομεια…

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>