Ταξίδι στα βάθη της Ανατολίας (Μέρος Γ”) – Στα πετροκομμένα Μοναστήρια της Καππαδοκίας | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Σεπ 24th, 2011

Ταξίδι στα βάθη της Ανατολίας (Μέρος Γ”) – Στα πετροκομμένα Μοναστήρια της Καππαδοκίας

Γράφει ο Αιθεροβάμων

Ταξίδι στα βάθη της Ανατολίας (Μέρος Γ”)

Στα πετροκομμένα Μοναστήρια της Καππαδοκίας

Αφιερωμένο στους συνοδοιπόρους μου

Στην Εκκλησία με τα τόξα ή Εκκλησία των στεφάνων (Tokali Kilise)επικρατεί το σκούρο μπλε χρώμα που την κάνει να ξεχωρίζει από όλες τις εκκλησίες.

Σε μια κολώνα καθώς μπαίνεις στο ιερό, παρατηρείς μια επιγραφή αδέξια γραμμένη: «Ετεληοθι ο ναος ιουνιου ις τας δεκαπεντε. Κυριε βοιθι τον μαϊστορα».

Έβαλε την ημερομηνία, αλλά ξέχασε να γράψει το χρόνο ο μάστορας που έφτιαξε την εκκλησία!

Είναι η μεγαλύτερη από όλες και χτίστηκε τον 10ο αιώνα.

Ουσιαστικά πρόκειται για τρεις εκκλησίες:

την παλαιά μικρών διαστάσεων με ένα θόλο,

την μεγάλη νέα εκκλησία

και μια τρίτη που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την παλαιά.

Εδώ μπορεί να δει κανείς όλο το έπος της Χριστιανοσύνης σε παράλληλες ταινίες μέσα από την διδαχή των εικόνων. Χτυπά αμέσως το μάτι η πυκνότητα του ρυθμού αυτής της αφήγησης, Οι σκηνές αγκιστρώνονται η μία μες στην άλλη, μερμηγκιάζουν.

Η τέχνη είναι «λαϊκή» με αδεξιότητες αλλά με όλη τη δροσιά του αυθόρμητου. Υπάρχουν στάσεις και χειρονομίες απολιθωμένες, υπάρχουν σώματα (ανατολίτικα) που θυμίζουν Καραγκιόζη. Εδώ περισσότερο από κάθε άλλο μνημείο νοιώθεις ζωντανή τη διασταύρωση των δύο ρευμάτων: της Ανατολής και της Κωνσταντινούπολης.

Μέσα σ” αυτούς τους χώρους έχεις την αίσθηση μιας μυρωδιάς από αγιοκέρι που δεν λέει να φύγει.

Μισοκλείνεις τα μάτια και έχεις την αίσθηση πως ζεις μες στην ατμόσφαιρα των καλογέρων του Άθω. Βλέπεις τρωγλοδύτες να τριγυρνούν μιλιούνια βλοσυροί και θεοπαρμένοι μέσα στα λαγούμια, με φοβισμένα μάτια μήπως οι βίγλες μήνυσαν τίποτα για ασκέρια ξένων, μήπως ήρθε η ώρα να κυλήσουν στις πόρτες τις μεγάλες μυλόπετρες και να ταμπουρωθούν.

Ιδού ημέρα έρχεται καιομένη! Βόηθα κύριε να περάσει και αυτό το κακό.

Και το κακό δεν έχει τελειωμό. Δεν υπάρχει τέλος γι” αυτούς τους βασανισμένους.

Οι επιδρομές των Αράβων, Τουρκομάνων, Οσμανλήδων άγριες και γρήγορες δεν αποβλέπουν στην κατάκτηση αλλά στη λεία, τα χρόνια δίσεκτα δεν είναι ώρα για πλουμίδια στις εκκλησιές.

Μια φτωχική αστόλιστη Άγια Τράπεζα, λίγα κεριά να φωτίζουν στο σκοτάδι και οι καλόγεροι να ψάλλουν Αναστάσιμους ύμνους…

Στα μοναστήρια της Καππαδοκίας δεν συναντάς πουθενά προχριστιανικά σημάδια, το πέτρωμα του Αργαίου είναι τόσο μαλακό που μπορεί και να σβήστηκαν από το χρόνο.

Ο κόσμος εδώ ήταν μονοιασμένος σε ομάδες όπως και οι Άγιοι.

Συνεχίζουμε να οδοιπορούμε σε διπλανούς τόπους. Δεν έχουν τελειωμό οι εκκλησίες και τα πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας.

Η Σκοτεινή εκκλησία, η Κρυφή εκκλησία, η εκκλησία της Παναγίας, η εκκλησία του Χριστού, η εκκλησία των Σανδάλων, η εκκλησία των Σπαθιών, η εκκλησία της Μηλιάς, η εκκλησία…, το γυναικείο μοναστήρι, η εκκλησία… εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη και το μυαλό σου αδυνατεί να συγκρατήσει ονομασίες, παραστάσεις, μύθους, ιστορίες!

Η μνήμη, ζαλισμένη συνδυάζει σκορπισμένα μέλη και σχεδόν πονεί.

Πρέπει να μπορεί κανείς να ζήσει με άνεση ένα διάστημα σ” αυτά τα μέρη. Να δει πολλές φορές τις εικόνες, ν” αργοπορήσει να στοχαστεί και να κοιτάξει τι χάθηκε ανεπανόρθωτα και ό, τι μένει από τα καταπληκτικά τούτα αφιερώματα στο θεό ενός σβησμένου κόσμου.

Και αν τύχει και είναι Έλληνας με κάποια ευαισθησία πρέπει να έχει τον πόθο να κοιτάξει από πιο κοντά τι χρωστάμε και τι δε χρωστάμε στο σταυροδρόμι αυτής της Άκρης, που δεν είναι άλλο από ένα χωνευτήρι ρευμάτων Ανατολής, Βοριά, Νοτιά και Δύσης. Εδώ αγγίζουμε την ελληνική παράδοση εν κινήσει, όπου το μικρό και λησμονημένο μπορεί να έχει την ίδια σημασία με τα μεγαλύτερα μνημεία της τέχνης.

Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια πάλι ξανά το ίδιο τοπίο: πελώριοι βράχοι τρυπημένοι σα σφηκοφωλιά, σπίτια και μοναστήρια λαξευμένα στις πιο απρόσιτες περιοχές.

Κώνοι, γιγάντια δόντια, βράχοι από ψαμμίτη τρυπημένοι σα σφουγγάρι.

Περνάς από ένα άνοιγμα μια τρύπα στον κούφιο βράχο και χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι μπροστά σ” ένα ετοιμόρροπο μοναστήρι!

Σε πολλά τέτοια ανοίγματα δεν επιτρέπεται η είσοδος γιατί είναι μεγάλος ο κίνδυνος κατολισθήσεων.

Κοιτάζεις και σκέφτεσαι πως από στιγμή σε στιγμή αυτός ο σαθρός όγκος μπορεί να καταρρεύσει!

Χρειάζονται πολλές μέρες για να γνωρίσεις καλά αυτό τον τόπο, ο χρόνος σε κυνηγάει ανελέητα γιατί ξεχνιέσαι, χάνεσαι από το γκρουπ και κάποιοι δυσανασχετούν…

Δεν ξέρεις τι να αποτυπώσεις με τη φωτογραφική μηχανή σου, την κάμερα τα μόνα μέσα που σου δίνουν μια κάποια δύναμη απέναντι στη λήθη.

Η ματιά θέλει να τα ανακαλύψει όλα, να τα δει έστω και για μια στιγμή.

Η παρέα είναι στιγμές που σκορπίζει από δω και από κει και συνεχίζει να ψάχνει να ονειρεύεται γιατί όπως ξαναγράψαμε εμείς δεν ήρθαμε εδώ για ένα φτηνό πατριωτισμό αλλά για ένα ταπεινό προσκύνημα ενός Τόπου Ιερού, για να αγγίξουμε νοερά τα ίχνη κάποιων που η ζωή τους ήταν ένας συνεχής ηρωικός αγώνας υπομονής και εγκαρτέρησης.

Και όταν καθίσεις καθώς πέφτει το βράδυ, και κοιτάξεις γύρω σου τους τόνους του φωτός να γλιστρούν πάνω στις καμινάδες νεραϊδών και στα πετροκομμένα μοναστήρια, έχεις την εντύπωση πως το τοπίο ολόκληρο πιάνει ένα ακίνητο χορό και στο νου έρχονται στίχοι ενός μεγάλου Ποιητή*:

«…Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι” αυτός ένας ειρμός σκέψης ένας τρόπος
ν” αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι και από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν” ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτειά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία,
το κρατίδιο
της Κομαγηνής που “σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

…………………………………………………….

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου
σαν κατάντησε κι” αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις δε μπορείς.

…………………………………………………….

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε
σαν το πεύκο, και τον βλέπεις…
Ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν…
… Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά…»

Βιβλιογραφία

1. Οmer Demir. Καππαδοκία η κοιτίδα των πολιτισμών
2. Γιώργος Σεφέρης. Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας
3. Γιώργος Σεφέρης. Ποιήματα (Τελευταίος Σταθμός)*
4. Θόδωρος Καρζής. Οι Πατρίδες των Ελλήνων.

Αιθεροβάμων

Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του Αιθεροβάμωνα



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>